<$BlogRSDUrl$>

30.8.03

weird links 

WEIRD: [weerd] επ. αλλόκοσμος, αφύσικος, υπερφυσικός || παράδοξος, απόkοσμος, αλόκοτος|| (κοιν.) τρελλός, εκκεντρικός~ weird ουσ. (σκωτ. και αρ.) μοίρα, πεπρωμένο~ weirdly επιρ.

buzz it!

 

Comments: Δημοσίευση σχολίου

This page is powered by Blogger. Isn't yours?