<$BlogRSDUrl$>

5.6.04

ΠΡΟΣΟΧΗ, ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 

Πριν μερικά χρόνια, έναν δροσερό Μάιο, βρέθηκα σ’ ένα παραθαλάσσιο μπαρ τουριστικής περιοχής. Συνόδευα ένα κορίτσι που η κατάκτησή του αποτελούσε για μένα ζήτημα ζωής ή θανάτου. Θυμάμαι καθόμαστε σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στο απαλό κύμα, πίναμε τζιν φις και καλύπταμε τη μεταξύ μας απόσταση με κοινοτοπίες και σεμνά αγγίγματα των δαχτύλων μας. Το φεγγάρι, μισό και θολό, δε με βοηθούσε καθόλου να προχωρήσω με πιο αποφασιστικά βήματα. Οι άλλοι πελάτες, καμιά δεκαριά ροζ Άγγλοι, είχαν προτιμήσει το εσωτερικό του καταστήματος και την ξύλινη μπάρα. Απ’ το μυαλό μου πέρασε η ρήση κάποιου συμπατριώτη τους που δεν συγκρατώ τώρα το όνομά του (πάντως, ή συγγραφέας ήταν ή προπονητής ποδοσφαίρου): Μπορεί κανείς να περάσει καλά και χωρίς το αλκοόλ αλλά γιατί να το διακινδυνεύσει; Έτσι λοιπόν, με πρόφαση ένα κουνούπι που πολιορκούσε τα ακάλυπτα μέρη του σώματος του κοριτσιού, πρότεινα να μεταφερθούμε στο στεγασμένο τμήμα του καταστήματος. Μια ώρα μετά η κατάσταση δεν είχε βελτιωθεί. Άρχισα να σκέφτομαι τι δεν πήγαινε καλά και κατέληξα στη διαφορά ηλικίας. Δεκαεφτά χρόνια δεν είναι λίγα. Τότε, ξαφνικά, το κορίτσι μού έδειξε ένα παλιό στρογγυλό ρολόι, απέναντί μας στον τοίχο, δίπλα στη μπάρα.
«Πηγαίνει πίσω», μου είπε. «Ε, και;». «Εννοώ ότι πηγαίνει προς τα πίσω. Όταν μπήκαμε μέσα έδειχνε δώδεκα παρά είκοσι. Και ήταν δώδεκα παρά είκοσι. Τώρα λέει έντεκα παρά τέταρτο». Βάλθηκα να παρατηρώ το ρολόι. Πήγαινε με ακρίβεια προς τα πίσω. Ή μάλλον άρχισε να πηγαίνει προς τα πίσω μόλις μπήκαμε μέσα στο μπαρ.
Λίγο μετά αποχαιρέτησα το κορίτσι έξω από την πόρτα του εξοχικού των γονιών της. Αντί να πάω στο ξενοδοχείο μου ξαναγύρισα στο μπαρ. Κάθησα στη μπάρα χωρίς να πειραχτώ από την ελαφριά ειρωνεία στη φωνή του νεαρού μπάρμαν που με ρώτησε αν θα συνέχιζα με το ίδιο ποτό. Ο σαραντάρης δεν είχε καταφέρει να ρίξει στο κρεβάτι την πιτσιρίκα, γεγονός που αποκαθιστούσε τη φυσική τάξη και επιπλέον σήμαινε ότι θα κατέβαζε μερικά ποτά για να πνίξει τη θλίψη του. Τον καταλάβαινα απολύτως.
Κοίταξα το ρολόι. Τώρα πήγαινε καλά, έλεγε δωδεκάμιση και ήταν δωδεκάμιση. Τέλειωσα γρήγορα το ποτό μου και ρώτησα τον μπάρμαν αν είχε προσέξει ότι το ρολόι πού και πού μέτραγε ανάποδα το χρόνο. Με κοίταξε συμπονετικά και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Πλήρωσα κι έφυγα.
Ξαναπήγαμε στο μπαρ το επόμενο βράδυ. Συνέβη ακριβώς το ίδιο. Αυτή τη φορά το είδα με τα μάτια μου απ’ την αρχή. Όταν φτάσαμε ήταν εννιά, καθήσαμε δυο ώρες και φύγαμε στις εφτά. Πληρώνοντας έδειξα στον μπάρμαν το ρολόι. «Χάλασε», του είπα. «θα το φτιάξουμε», μου απάντησε. Πρότεινα στο κορίτσι μια ξυπόλητη βόλτα στην αμμουδιά αλλά έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι γιατί η οικογένεια είχε μουσαφίρηδες.
Το βράδυ της Κυριακής, τελευταίο ενός παρα λίγο ειδυλλιακού τριήμερου, μας βρήκε χέρι χέρι, στο ίδιο τραπεζάκι, απέναντι στο ρολόι. Η άφιξή μας καταγράφηκε από το ρολόι στις οχτώ και δέκα. Η αποχώρησή μας στις έξη και είκοσι. «Δεν το φτιάξατε», είπα στον μπάρμαν. «Το φτιάξαμε», μου πέταξε απότομα και πήγε στην άλλη άκρη της μπάρας και στα χάχανα των Άγγλων.

* * *

Σκέφτηκα, ρώτησα, διάβασα αλλά δεν κατάφερα να εξιχνιάσω το μυστήριο του ρολογιού. Προσπάθησα πολύ, ακόμα προσπαθώ αλλά...
Γι’ αυτό σου γράφω. Περνάει κάτι απ’ το μυαλό σου; Χρειάζομαι τη βοήθειά σου γιατί σε λίγες μέρες πρόκειται να συναντήσω το κορίτσι – δεν ξαναβρεθήκαμε από τότε – και είμαι σίγουρος ότι θα μου προτείνει να πάμε στο ίδιο μπαρ.


buzz it!

 

Comments: Δημοσίευση σχολίου

This page is powered by Blogger. Isn't yours?