<$BlogRSDUrl$>

31.12.04

Όφουουου! Θα σκάσω ΙΙ (the revenge)
+ κάλαντα από τον Θοδωρή.
 

- σ' όλες τις φίλες και τους φίλους
που μπήκαν στον κόπο να γράψουν σχόλια.

Α.
Σήμερα θα σου διηγηθώ ένα διήγημα. Ο πλήρης τίτλος του είναι «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΤΥΡΟΠΙΤΤΑΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΑΣΚΟΜΗΛΟΝ». Το έγραψε ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης το 1928. Στό πρώτο μέρος του διηγήματος ακούμε μια παραγγελία. Το διήγημα αρχίζει μ' αυτόν το διάλογο:
«-Να μένεις ήσυχος· την αυγή η τυρόπιττα θα είναι έτοιμη.
-Καθώς σου είπα.
-Ναι παιδί μου, θα είναι όπως την θέλεις. Τυρόπιττα.»

Βρισκόμαστε στον «φούρνο του γέρο-Μίχα, κατά πρόσωπον του Αναβρυτηρίου».
«- [...] Το όνομα σου παιδί μου;
- Αλέκος.
- Λοιπόν παιδί μου, κυρ-Αλέκο, θα είναι τυρόπιττα σκιαθίτικη όπως μου είπες. Θα ανοίξω ένα φύλλο, θα ρίψω βούτυρο αρκετό, και τυρί με αυγά κτυπημένα και διάφορα μυριστικά και μπαχαρικά. Θα τυλίξω έπειτα όμορφα-όμορφα το φύλλον ώστε να γίνη ένας ρουλές γεμιστός, και κατόπιν θα τον τυλίξω κουλούρα, και μέσα εις ένα ταψί θα την φουρνίσω. Θα είναι τυρόπιττα Σκοπελίτικη.
-Όχι, Σκιαθίτικη, κυρ-Μίχα. Σκιαθίτικη σου είπα.
-Σκοπελίτικη, Σκιαθίτικη, το ίδιον είναι. Ημείς οι Ηπειρώται είμεθα κοσμογυρισμένοι και γνωρίζουμε του κάθε μέρους τας ιδιοτροπίας εις αυτά τα είδη. Να σου κάμω εγώ ψαρόπιτα Τρικεριώτικη που να τρώγει η μάνα και να μη δίνη του παιδιού. [...]»

Το μπλέξιμο Σκιάθου, Σκοπέλου και Ηπείρου δεν προμηνύει κάτι καλό. Πρόσεξε ότι ο ένας αναφέρεται με έμφαση στο «τυρόπιττα» κι ο άλλος στο «Σκιαθίτικη».
*
Β.
Στο δεύτερο μέρος παραθέτει μια σύντομη περιγραφή της περιοχής του Αναβρυτηρίου («το κέντρον των Αθηνών») και του φούρνου του γέρου-Μίχα. Εμάς μας ενδιαφέρει το μέρος που θα φαγωθεί η τυρόπιττα.
«Αλλ’ είχεν εις το βάθος μέσα ο φούρνος αυτός και μίαν αληθινήν έκπληξιν. Μέσα εις ένα πολύ σκοτεινόν διάδρομον, εκεί όπου ήσαν οι ζυμωτικές σκάφες, είχεν ένα είδος προχείρου ζαχαροπλαστείου μπουγάτσας και λουκουμάδων. Εκεί εις τον σκοτεινόν διάδρομον εκείνον, δίπλα από του ζυμωτηρίου τις σκάφες, ήσαν δύο τρία τραπεζάκια με μάρμαρον λευκόν-ώ έκπληξις!- και δίπλα των ένας άλλος πάγκος ωσάν θρανίον σχολείου, ένθα εκάθηντο οι πελάται, όσοι επρόφθανον, οι δε λοιποί ίσταντο όρθιοι, και έτρωγον τους περιφήμους του γέρο-Μίχα λουκουμάδες.»

*
Γ.
Ήρθε η στιγμή να μαθουμε για ποιον και γιατί έγινε η παραγγελία. Για τον «εξάδελφον μου Παπαδιαμάντη». Ο Μωραϊτίδης θέλει να ανταποδώσει ένα κέρασμα του Π.:
«Ενθυμούμαι μάλιστα και το είδος του φαγητού· κρέας με κολοκυθάκια προφαντά θεωρούμενα εκείνην την ώραν του έτους. Το δείπνον εκείνον μου άφησεν αλησμονήτους αναμνήσεις. Πρώτην φοράν ο Παπαδιαμάντης να ευρεθή την νύκτα ελεύθερος και να μου προσφέρει και δείπνον· εις το οποίον επεράσαμεν εξαίσια παρατείνοντες αυτό μέχρι μεσονυκτίου. Θέλων λοιπόν να ανταπωδώσω την έκπληξιν παρήγγειλα την τυρόπιτταν, χωρίς να γνωρίζει τίποτε ο εξάδελφος μου, να την φάγωμεν τα Χριστούγεννα, όρθρου βαθέος, μετά την χαρμόσυνον εορτήν.»

Μαθαίνουμε και για τις διατροφικές συνήθειες του Παπαδιαμάντη:
«Πολλάκις τον χειμώνα, όταν κατά τας 11 μετέβαινεν εις του Καχριμάνη [το παντοπωλείον] να δειπνήση, τόσον αργά, αφού πλέον είχεν εξονυχίσει τας Αγγλικάς εφημερίδας, ενώ ο κυρ-Βασίλης του είχε φυλαγμένον ωραίον φαγητόν, επροτιμούσε καλύτερα μιαν φασουλάδα από το γειτονικόν υπόγειον· και γεμίζων από ψωμία το βαθύ πιάτον, έτρωγεν αρπακτικά ωσάν όρνεον, κουρασμένος, θα είπητε, από την αποκαρδιωτικήν νυκτερινήν εργασίαν οπού πολύ την εχθρεύετο, παρά πολύ, ως ο διάβολος το κηρί, το δη λεγόμενον. Επροτιμούσε δε την φασουλάδαν, καθώς μου εξεμυστηρεύετο κατά την διάρκειαν του φαιδρού μας δείπνου, διότι οι ατμοί της του ενθύμιζον χιόνια και θύελλας και τρικυμίας εκτάκτους της ωραίας πατρίδος, των οποίων την αναπαράστασιν απελάμβανεν μακαριώτατα, θερμαινόμενος σώμα και ψυχήν, τας θλιβεράς χειμερινάς των Αθηνών νύκτας, με την αχνίζουσαν φασουλάδα.»

*
Δ.
Το τέταρτο μέρος του διηγήματος είναι αφιερωμένο σχεδόν ολόκληρο στην περιγραφή της Αγρυπνίας των Χριστουγέννων στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου. «Ένα ιδιωτικόν εκκλησιδάκι, απέναντι των φυλακών του Παλαιού Στρατώνος του ιππικού, παρά την αρχαίαν Αγοράν». Δεξιός ψάλτης ο Παπαδιαμάντης, αριστερός ο Μωραϊτίδης. Η Αγρυπνία τελειώνει στις πέντε το πρωΐ.
«Τότε προτείνω εις τον Παπαδιαμάντην, χωρίς να του εξαγορευτώ το μυστικόν μου το απόκρυφον, να μεταβώμεν εις το Αναβρυτήριον εις τον φούρνον του γέρο-Μίχα να φάγωμεν λουκουμάδες- ημέρα οπού είναι του είπα. Εκείνος ευχαρίστως αποδεχθείς την πρότασίν μου,δεν έδειξεν καμμίαν απαρέσκειαν. Μας ηκολούθησεν δε και τις αχώριστος φίλος μας [...] ο Θεοφάνης, ένας ευλαβέστατος χριστιανός, γηγενής αθηναίος [...]»

*
Ε.
«Ο φούρνος ήτο κατάφωτος. Αδιακόπως προσήρχοντο όμιλοι φίλων, έτρωγον τους λουκουμάδες των και απήρχοντο. Ένας ευώδης ελαίου και μέλιτος καπνός επλήρου όλον το εσωτερικόν αυτού και ιδίως τον παρά τα ζυμωτήρια σκοτεινόν διάδρομον, όπου πολλοί θαμώνες και φίλοι των λουκουμάδων ανέμενον άλλοι καθήμενοι, άλλοι όρθιοι.»

Κάθονται οι τρεις φίλοι.
«-Οι κύριοι εδώ; Μας προσφωνεί ένας υπηρέτης σπεύσας εις περιποίησιν μας. Και μας ερωτά αποσπογγίζων καλώς το μάρμαρον της τραπέζης: -Τρία κατοσταράκια;
-Φέρε μας την τυρόπιττα, σε παρακαλώ, είπον εγώ αίφνης ατενίζων προς τον Παπαδιαμάντην.
-Η τυρόπιττα να έλθει αμέσως! κραυγάζει ο υπηρέτης και φεύγει.»

Ο Π. απολαμβάνει την έκπληξη.
«Να ζήσεις Αλέκο μού λέγει κατά την συνήθειαν του. Ήρχισε δε αμέσως να ψάλλη ελαφρά-ελαφρά το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε», πολύ γλυκά και πολύ ορεκτικά, ως εάν έτρωγε αληθώς την τυρόπιτταν»

Ερχεται το ταψί αλλά δυστυχώς
«οποία υπήρξεν η έκπληξις μου, όταν είδα μέσα στο εις το βαθύ εκείνον ταψίον μιαν παχυτάτην ζύμην, ως ένα πολτώδες ψωμίον, όπου έπλεε μέσα εις τα βούτυρα.»

Ο Παπαδιαμάντης αγανακτεί
«Δίδει αμέσως μια με το χέρι του εις το ταψίον, το οποίον άρχισε να περιστρέφεται ωσάν ένας δίσκος οδοπαικτών, και βλέπων με μετά τινος ειρωνικού μειδιάματος, φωνάζει εγειρόμενος:
-Αυτό δεν είναι τυρόπιττα! Αυτό είναι σκεμπές!»

Παρεμβαίνει ο τρίτος φίλος, ο Θεοφάνης:
«-Στάσου Αλέξανδρή, στάσου. Είναι που-δί-γκα

Φωνάζουν τον γέρο-Μίχα να δώσει εξηγήσεις κι εκείνος
«βυθίζων ένα πηρούνιον εις το ταψίον, προσεπάθει να εξαγάγη τα καρυκεύματα της παραγγελθείσης τυρόπιττας, αλλά δεν εύρισκε τίποτε, διότι όλα είχον διαλυθή και ενωθή με το πολτώδες εκείνο ψωμίον, οπού ήτο εξωγκωμένον ωσάν φούσκα»

Ο Π. φεύγει έξαλος ευχόμενος «με κάποιον θυμόν»
«-Καλή χρονιά σας!»

Ο Μωραιτίδης πληρώνει και μαζί με τον Θεοφάνη ακολουθούν τον Π., ενώ ακούνε πίσω τους τον γέρο-Μίχα:
«Ωχ, αδελφέ! Ψύλλους στ’ άχυρα! ...Τέτοιες ημέρες λοιώνουν όχι μόνον τυριά και βούτυρα αλλά και τα μυαλά των ανθρώπων...»

ΣΤ.
Ξαναβρίσκουμε τους τρεις φίλους στου Ψυρή. Στο καφενείον του Τσούτη που διανυκτερεύει. Ο Παπαδιαμάντης παραγγέλνει:
«-Δύο φασκόμηλα αμέσως, Λάμπρο, και ένα ναργιλέ σέρτικον»

***
Το διήγημα βρίσκεται στον τρίτο τόμο απάντων των διηγημάτων του Μωραϊτίδη που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις "στιγμή", το 1993, με φιλολογική επιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου.
***
ΥΓ. Έχουμε και κάλαντα. Τα λέει ο Θοδωρής, ανηψιός του Γιώργου. Ο Γιώργος έφτιαξε μια πολύ ενδιαφέρουσα διασκευή. Όποιος θέλει τα κατεβάζει. Είναι ένα mp3 (1,37 ΜΒ). Θα τα αφήσω στον server μέχρι και τη Δευτέρα.



Δεξί κλικ στη φωτό --> save target as.
*

buzz it!

 

Comments: Δημοσίευση σχολίου

This page is powered by Blogger. Isn't yours?