21.4.05
Ο υπέροχος κόλουρος κώνος.
*
Αγαπητέ Γεράσιμε, αγαπητή ξ.,
Έχω την εντύπωση ότι ήμουν παρών όταν εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τα σουβλάκια με πίτα στο Χαλάνδρι. Ή μήπως υπήρχαν ανέκαθεν κι εγώ τα πήρα χαμπάρι όταν κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι πεινάω; Διότι άλλο πεινάω και άλλο συνειδητοποιώ ότι πεινάω. Είμαι σίγουρος ότι, προπολεμικά τουλάχιστον, σουβλάκια με πίτα δεν υπήρχαν. Κάποιος θα τα είχε αναφέρει. Κάπου θα είχα διαβάσει κάτι. Για την Κατοχή δεν συζητάμε. Μεταπολεμικά λοιπόν. Αλλά πότε ακριβώς; Και ποιος άνοιξε το πρώτο σουβλατζίδικο; Μάλλον Μικρασιάτης θα ήταν. Που όμως; Κάπου στο κέντρο της Αθήνας· εκεί όπου η συγκέντρωση επίδοξων επιχειρηματιών ήταν η μεγαλύτερη. Εκεί μπορούσαν να δουν άμεσα, με τα ίδια τους τα μάτια, τι θαυμάσια ιδέα ήταν αυτό το σουβλάκι με πίτα. Γι αυτό και διαδόθηκε τόσο γρήγορα σ’ όλη την Αττική. Και μετά σ’ όλη την επικράτεια. Ή μήπως πρώτη διδάξασα ήταν η Θεσσαλονίκη; Ίσως ο Πειραιάς; Η εικόνα που κουβαλάω είναι του Χατζηχρήστου – Θύμιου – ψήστη σε σουβλατζίδικο. Και η ταινία δεν μου άρεσε καθόλου.
Θυμάμαι πόσο παράξενοι μου φαινόταν αυτοί οι μυρωδάτοι κόλουροι κώνοι που είχαν αρχίσει να πολλαπλασιάζονται γύρω μου. Γεμάτοι ψιλοκομμένα φρέσκα κρεμμύδια, ντομάτα, ίσως λίγο μαϊντανό, και άφθονο κόκκινο πιπέρι. Το τζατζίκι λίγο, μόλις που φαινόταν· μια άσπρη πινελιά. Είχαν και κρέας μέσα; Δεν το έπαιρνες εύκολα χαμπάρι, τόσο έντονη ήταν η γεύση των άλλων συστατικών. Το κρέας ήταν κεμπάπ, γύρος ή μόνο σουβλάκι; Είχε εμφανιστεί τότε ο γύρος στην Αθήνα; Δεν θυμάμαι. Μου φαίνεται πως όχι. Κοίταζα το εσωτερικό της τυλιγμένης πίτας - στη στάση του λεωφορείου, στο διπλανό τραπέζι της πλατείας, έξω απ το σινεμά - με περιέργεια και λιγούρα ταυτόχρονα. Με την ίδια διάθεση που θα κοίταζα αργότερα το ντεκολτέ μιας γυναίκας που σκύβει. Λίγο μεγαλύτερος ανακάλυψα έναν τρόπο να παρατείνω και να καταστρέφω μαζί τη γαστριμαργική ηδονή. Άνοιγα το σουβλάκι κι έτρωγα τα συστατικά του ένα ένα, αρχίζοντας απ' το κρέας και τελειώνοντας με την πίτα· σκέτη.
Στο Ηράκλειο της Κρήτης πάλι, έτρωγα μια παραλαγή. Αν και είχαμε σουβλάκια, δεν είχαμε πίτες. Άνοιγαν ένα φρεσκότατο ψωμάκι στη μέση και το γέμιζαν με τα γνωστά υλικά. Εκεί ο σουβλατζής γύριζε τις γειτονιές με το καροτσάκι του, κάτι σαν πλανόδιος παγωτατζής ή τυροπιτάς. Κάτι σαν τους μερακλήδες (ή «μερακλήδες») που ψήνουν τα λουκάνικα έξω απ τα γήπεδα σήμερα. Με τα σουβλάκια, μόνο καλαμάκια φυσικά, ψημένα από πριν ( ; ), να διατηρούνται ζεστά σε μια ειδική θήκη του καροτσιού. Σε άλλες θήκες φύλαγε τα υπόλοιπα υλικά. Στην περίπτωση μου ο σουβλατζής εμφανιζόταν πάντα μεσημέρι, όταν η πλατεία ήταν σχεδόν άδεια, εκτυφλωτικά φωτισμένη, κι εγώ ετοιμαζόμουν να πάω για το μεσημεριανό φαΐ και τον απαραίτητο ύπνο. Ώρα ακατάλληλη για σουβλάκι. Πειρασμός. Στο Ηράκλειο ποτέ δεν έπιασε το τζατζίκι, όταν ήρθε η ώρα χρησιμοποίησαν, και χρησιμοποιούν, σκέτο γιαούρτι!
Ποιος να σκέφτηκε άραγε τη μείξη των υλικών; Ποιος σκέφτηκε αυτήν την ιδιοφυή παραλαγή του άζυμου ψωμιού, την πίτα; Πώς γίνεται η πίτα τόσο εύκαμπτη; Είναι τόσα τα ερωτήματα που νομίζω ότι θα μπορούσε να κρατηθεί ένα μπλογκ (ή να φτιαχτεί ένα μυθιστόρημα) αφιερωμένο αποκλειστικά στα σουβλάκια με πίτα. Θάθελα να μάθω κάποτε την προέλευση αυτού του εδέσματος. Η οποία, προέλευση, πρέπει να είναι λογία, διότι όπου βλέπεις ψιλοκομμένο κάτι και τολμηρούς συνδυασμούς γεύσεων, η απώτατη προέλευση είναι, κατά πάσα πιθανότητα, λογία -- εννοώ από επαγγελματία μάγειρα. Να το σκέφτηκε κάποιος που μαγείρευε στην αυλή του σουλτάνου; Κάποιου άλλου προύχοντα; Κι αν ναι, πώς βρίσκουν αυτές οι ιδέες το δρόμο για τους δρόμους;
Γιατί, γαμώτο, να μην είμαι ο μακαρίτης ο Πετρόπουλος; Θέλω να βάλω τις φωνές σε κοινωνιολόγους και κοινωνιολογούντες (εθνολόγους, ανθρωπολόγους κτλ): πάρτε, βρε, καμιά συνέντευξη απ' τους επιζώντες παλαιούς σουβλατζίδες! Δεν είναι μόνο χοληστερίνη το σουβλάκι. Ούτε πεθαμένες γάτες κι αδέσποτα σκυλιά. Τους έχω έτοιμο και τίτλο «Τhe souvlaki paradigm: a study of folk culinary tastes in transition» ή «Souvlaki: a culinary narrative». Θα δείχνει τέλειο στο CV τους. (Να μην είμαστε και άδικοι. Πρόσεξε όμως ότι η βιβλιοκριτική βρίσκεται σε ιατρικό περιοδικό!)
Και τα Γκούντις μου φαίνεται καλό για fieldwork.
Με αυτά και μ' αυτά, σκέφτομαι ότι ο ιδανικός υπότιτλος, σε μια εξιστόρηση του έπους των φάστ-φουντ, θα ήταν το μότο αυτού εδώ του μπλογκ: Ever tried. Ever failed. No mater. Try again. Fail again. Fail better.
...και τα λέμε.
*
Αγαπητέ Γεράσιμε, αγαπητή ξ.,
Έχω την εντύπωση ότι ήμουν παρών όταν εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τα σουβλάκια με πίτα στο Χαλάνδρι. Ή μήπως υπήρχαν ανέκαθεν κι εγώ τα πήρα χαμπάρι όταν κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι πεινάω; Διότι άλλο πεινάω και άλλο συνειδητοποιώ ότι πεινάω. Είμαι σίγουρος ότι, προπολεμικά τουλάχιστον, σουβλάκια με πίτα δεν υπήρχαν. Κάποιος θα τα είχε αναφέρει. Κάπου θα είχα διαβάσει κάτι. Για την Κατοχή δεν συζητάμε. Μεταπολεμικά λοιπόν. Αλλά πότε ακριβώς; Και ποιος άνοιξε το πρώτο σουβλατζίδικο; Μάλλον Μικρασιάτης θα ήταν. Που όμως; Κάπου στο κέντρο της Αθήνας· εκεί όπου η συγκέντρωση επίδοξων επιχειρηματιών ήταν η μεγαλύτερη. Εκεί μπορούσαν να δουν άμεσα, με τα ίδια τους τα μάτια, τι θαυμάσια ιδέα ήταν αυτό το σουβλάκι με πίτα. Γι αυτό και διαδόθηκε τόσο γρήγορα σ’ όλη την Αττική. Και μετά σ’ όλη την επικράτεια. Ή μήπως πρώτη διδάξασα ήταν η Θεσσαλονίκη; Ίσως ο Πειραιάς; Η εικόνα που κουβαλάω είναι του Χατζηχρήστου – Θύμιου – ψήστη σε σουβλατζίδικο. Και η ταινία δεν μου άρεσε καθόλου.
Θυμάμαι πόσο παράξενοι μου φαινόταν αυτοί οι μυρωδάτοι κόλουροι κώνοι που είχαν αρχίσει να πολλαπλασιάζονται γύρω μου. Γεμάτοι ψιλοκομμένα φρέσκα κρεμμύδια, ντομάτα, ίσως λίγο μαϊντανό, και άφθονο κόκκινο πιπέρι. Το τζατζίκι λίγο, μόλις που φαινόταν· μια άσπρη πινελιά. Είχαν και κρέας μέσα; Δεν το έπαιρνες εύκολα χαμπάρι, τόσο έντονη ήταν η γεύση των άλλων συστατικών. Το κρέας ήταν κεμπάπ, γύρος ή μόνο σουβλάκι; Είχε εμφανιστεί τότε ο γύρος στην Αθήνα; Δεν θυμάμαι. Μου φαίνεται πως όχι. Κοίταζα το εσωτερικό της τυλιγμένης πίτας - στη στάση του λεωφορείου, στο διπλανό τραπέζι της πλατείας, έξω απ το σινεμά - με περιέργεια και λιγούρα ταυτόχρονα. Με την ίδια διάθεση που θα κοίταζα αργότερα το ντεκολτέ μιας γυναίκας που σκύβει. Λίγο μεγαλύτερος ανακάλυψα έναν τρόπο να παρατείνω και να καταστρέφω μαζί τη γαστριμαργική ηδονή. Άνοιγα το σουβλάκι κι έτρωγα τα συστατικά του ένα ένα, αρχίζοντας απ' το κρέας και τελειώνοντας με την πίτα· σκέτη.
Στο Ηράκλειο της Κρήτης πάλι, έτρωγα μια παραλαγή. Αν και είχαμε σουβλάκια, δεν είχαμε πίτες. Άνοιγαν ένα φρεσκότατο ψωμάκι στη μέση και το γέμιζαν με τα γνωστά υλικά. Εκεί ο σουβλατζής γύριζε τις γειτονιές με το καροτσάκι του, κάτι σαν πλανόδιος παγωτατζής ή τυροπιτάς. Κάτι σαν τους μερακλήδες (ή «μερακλήδες») που ψήνουν τα λουκάνικα έξω απ τα γήπεδα σήμερα. Με τα σουβλάκια, μόνο καλαμάκια φυσικά, ψημένα από πριν ( ; ), να διατηρούνται ζεστά σε μια ειδική θήκη του καροτσιού. Σε άλλες θήκες φύλαγε τα υπόλοιπα υλικά. Στην περίπτωση μου ο σουβλατζής εμφανιζόταν πάντα μεσημέρι, όταν η πλατεία ήταν σχεδόν άδεια, εκτυφλωτικά φωτισμένη, κι εγώ ετοιμαζόμουν να πάω για το μεσημεριανό φαΐ και τον απαραίτητο ύπνο. Ώρα ακατάλληλη για σουβλάκι. Πειρασμός. Στο Ηράκλειο ποτέ δεν έπιασε το τζατζίκι, όταν ήρθε η ώρα χρησιμοποίησαν, και χρησιμοποιούν, σκέτο γιαούρτι!
Ποιος να σκέφτηκε άραγε τη μείξη των υλικών; Ποιος σκέφτηκε αυτήν την ιδιοφυή παραλαγή του άζυμου ψωμιού, την πίτα; Πώς γίνεται η πίτα τόσο εύκαμπτη; Είναι τόσα τα ερωτήματα που νομίζω ότι θα μπορούσε να κρατηθεί ένα μπλογκ (ή να φτιαχτεί ένα μυθιστόρημα) αφιερωμένο αποκλειστικά στα σουβλάκια με πίτα. Θάθελα να μάθω κάποτε την προέλευση αυτού του εδέσματος. Η οποία, προέλευση, πρέπει να είναι λογία, διότι όπου βλέπεις ψιλοκομμένο κάτι και τολμηρούς συνδυασμούς γεύσεων, η απώτατη προέλευση είναι, κατά πάσα πιθανότητα, λογία -- εννοώ από επαγγελματία μάγειρα. Να το σκέφτηκε κάποιος που μαγείρευε στην αυλή του σουλτάνου; Κάποιου άλλου προύχοντα; Κι αν ναι, πώς βρίσκουν αυτές οι ιδέες το δρόμο για τους δρόμους;
Γιατί, γαμώτο, να μην είμαι ο μακαρίτης ο Πετρόπουλος; Θέλω να βάλω τις φωνές σε κοινωνιολόγους και κοινωνιολογούντες (εθνολόγους, ανθρωπολόγους κτλ): πάρτε, βρε, καμιά συνέντευξη απ' τους επιζώντες παλαιούς σουβλατζίδες! Δεν είναι μόνο χοληστερίνη το σουβλάκι. Ούτε πεθαμένες γάτες κι αδέσποτα σκυλιά. Τους έχω έτοιμο και τίτλο «Τhe souvlaki paradigm: a study of folk culinary tastes in transition» ή «Souvlaki: a culinary narrative». Θα δείχνει τέλειο στο CV τους. (Να μην είμαστε και άδικοι. Πρόσεξε όμως ότι η βιβλιοκριτική βρίσκεται σε ιατρικό περιοδικό!)
Και τα Γκούντις μου φαίνεται καλό για fieldwork.
Με αυτά και μ' αυτά, σκέφτομαι ότι ο ιδανικός υπότιτλος, σε μια εξιστόρηση του έπους των φάστ-φουντ, θα ήταν το μότο αυτού εδώ του μπλογκ: Ever tried. Ever failed. No mater. Try again. Fail again. Fail better.
...και τα λέμε.
*
Comments:
Eγώ πηγαίνοντας ανάποδα ανακάλυψα
στην Τουρκία ότι ή λέξη ντονέρ είναι τούρκικη..καθως και το κοκορετσ...
Πηγαίνοντας ακόμα πιό μακριά (ανθρωπολογικά εννοώντας) στην Αραβία και τα Εμιράτα...συναντησα την πίτα με το σουβλάκι και το γιαουρτι με ψιλοτριμμένο φυστίκι μέσα αντί για αγγούρι...και διάφορες σάλτσες με τις οποίες περιχύνουν το σουβλάκι, νομίζω ότι κάπου εκεί πρέπει να είναι η προελευσή του.
Για την γκάφα που έκανα σε τέτοιο locale μαγαζί γεμάτο μουσουλμάνους
φτωχούς-φανατικούς πιστούς (γιατί δεν μου άρεσε να τρώω στα τουριστικά) να ζητήσω μια παγωμένη μπύρα δεν θέλετε να σας πώ....
στην Τουρκία ότι ή λέξη ντονέρ είναι τούρκικη..καθως και το κοκορετσ...
Πηγαίνοντας ακόμα πιό μακριά (ανθρωπολογικά εννοώντας) στην Αραβία και τα Εμιράτα...συναντησα την πίτα με το σουβλάκι και το γιαουρτι με ψιλοτριμμένο φυστίκι μέσα αντί για αγγούρι...και διάφορες σάλτσες με τις οποίες περιχύνουν το σουβλάκι, νομίζω ότι κάπου εκεί πρέπει να είναι η προελευσή του.
Για την γκάφα που έκανα σε τέτοιο locale μαγαζί γεμάτο μουσουλμάνους
φτωχούς-φανατικούς πιστούς (γιατί δεν μου άρεσε να τρώω στα τουριστικά) να ζητήσω μια παγωμένη μπύρα δεν θέλετε να σας πώ....
Άτιμε Κουκουζέλη, μου το κατάστρεψες το βετζετέριαν ντίνερ. Βγάζω τα μπρόκολα απ' τον ατμό και τρέχω κάτω στον Τούρκο για πιτοκεμπάπ!
(Κι ας ξέρω ότι οι μυρωδιές του θα ωχριούν μπροστά σ'αυτές του ποστ σου)
Δημοσίευση σχολίου
(Κι ας ξέρω ότι οι μυρωδιές του θα ωχριούν μπροστά σ'αυτές του ποστ σου)