23.6.05
Χωρίς
Ο πατέρας μου, συνομήλικος μέχρι σήμερα του Μανόλη Αναγνωστάκη, ήθελε να μάθω πιάνο. Δεν ήταν πλούσιος, αλλά με χαρά του δυσκολευόταν για να βρει τα παραπάνω που χρειαζόντουσαν για το Ωδείο. Πήγα στο πιάνο. Η δασκάλα λεγόταν Μάγδα. Την ερωτεύτηκα - εγώ δέκα χρονών, εκείνη εικοσιπέντε. Μετά από δέκα μήνες, η Μάγδα τοποθετήθηκε από τη διευθύντρια του Ωδείου, στο μάθημα του ακκορντεόν. Αμέσως εγώ βαρέθηκα το πιάνο. Λέω στη μητέρα: "Θέλω να πάω στο ακκορντεόν, μ' αρέσει καλύτερα."
"Να πας", μου λέει. Το λέω και στον πατέρα.
"Δεν είσαι με τα καλά σου", μου λέει", τι θες, να καταντήσεις σαν τους τυφλούς που ζητιανεύουν στους δρόμους;"
Συνωμότησα με τη μητέρα, ακολούθησα την αγαπημένη Μάγδα στο ακκορντεόν και μάθαινα κουτσά στραβά να τ' αγκαλιάζω, νομίζοντας ότι αγκαλιάζω εκείνη.
Πέρασε μια χρονιά και έπρεπε να δώσουμε εξετάσεις. Θα έπαιζα το 'Άσ' τα τα μαλλάκια σου" και κάτι κλασικό - δε θυμάμαι ποιο. Μου λέει η μάνα μου: "Θα φωνάξουμε και τον μπαμπά να σ' ακούσει, θα του κάνουμε έκπληξη." (Ο μπαμπάς δεν ήξερε ότι πήγαινα στο ακκορντεόν, νόμιζε ότι συνέχιζα το πιάνο. Και δεν ήταν κάνας ψωνισμένος ή γαλλοθρεμμένος και τέτοια. Πατάτες και κρεμμύδια πουλούσε στις λαϊκές αγορές, αλλά του άρεσε η κλασική μουσική. Ακόμα του αρέσει.)
Έπαιξα λοιπόν ακκορντεόν μπροστά σε κόσμο και αρκετά καλά μάλιστα - Μάης του '65 πρέπει να 'ταν. Η Μάγδα μου χάιδεψε τα μαλλιά μετά, και ο πατέρας την άλλη μέρα γύρισε σπίτι κουβαλώντας ένα ακκορντεόν. ΧΟΧΝΕΡ! Δώρο!
Δεν το αξιοποίησα. Ο λόγος ήταν που η Μάγδα έφυγε απ' το Ωδείο... Ήμουν κι εγώ άμουσος και φάλτσος... Το ακκορντεόν έμεινε για χρόνια κλεισμένο στη γκρίζα βαλίτσα του.
Αρκετά χρόνια μετά βγήκε και χαϊδεύτηκε από τα δάχτυλα και τα μάγουλα ωραίων κοριτσιών, σε εποχές που θέλαμε να μιλάμε και που δεν ντρεπόμαστε να μας βλέπουνε οι άλλοι. Σε θέατρα δηλαδή και σε άλλες γιορτές...
Όμως, σήμερα πρέπει να το παραδεχτώ. Ο λόγος που ξαναβγήκε απ' τη βαλίτσα του το ακκορντεόν, δεν ήταν τα κορίτσια μας. Ήταν ένα ποίημα φτιαγμένο απο 34 γράμματα:
"Πόσα χρόνια έχεις ν' ακούσεις ακκορντεόν;" Του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Υ.Γ. 'Όλα προς τι;"*
*Ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη από τη συλλογή "Υ.Γ."
"Να πας", μου λέει. Το λέω και στον πατέρα.
"Δεν είσαι με τα καλά σου", μου λέει", τι θες, να καταντήσεις σαν τους τυφλούς που ζητιανεύουν στους δρόμους;"
Συνωμότησα με τη μητέρα, ακολούθησα την αγαπημένη Μάγδα στο ακκορντεόν και μάθαινα κουτσά στραβά να τ' αγκαλιάζω, νομίζοντας ότι αγκαλιάζω εκείνη.
Πέρασε μια χρονιά και έπρεπε να δώσουμε εξετάσεις. Θα έπαιζα το 'Άσ' τα τα μαλλάκια σου" και κάτι κλασικό - δε θυμάμαι ποιο. Μου λέει η μάνα μου: "Θα φωνάξουμε και τον μπαμπά να σ' ακούσει, θα του κάνουμε έκπληξη." (Ο μπαμπάς δεν ήξερε ότι πήγαινα στο ακκορντεόν, νόμιζε ότι συνέχιζα το πιάνο. Και δεν ήταν κάνας ψωνισμένος ή γαλλοθρεμμένος και τέτοια. Πατάτες και κρεμμύδια πουλούσε στις λαϊκές αγορές, αλλά του άρεσε η κλασική μουσική. Ακόμα του αρέσει.)
Έπαιξα λοιπόν ακκορντεόν μπροστά σε κόσμο και αρκετά καλά μάλιστα - Μάης του '65 πρέπει να 'ταν. Η Μάγδα μου χάιδεψε τα μαλλιά μετά, και ο πατέρας την άλλη μέρα γύρισε σπίτι κουβαλώντας ένα ακκορντεόν. ΧΟΧΝΕΡ! Δώρο!
Δεν το αξιοποίησα. Ο λόγος ήταν που η Μάγδα έφυγε απ' το Ωδείο... Ήμουν κι εγώ άμουσος και φάλτσος... Το ακκορντεόν έμεινε για χρόνια κλεισμένο στη γκρίζα βαλίτσα του.
Αρκετά χρόνια μετά βγήκε και χαϊδεύτηκε από τα δάχτυλα και τα μάγουλα ωραίων κοριτσιών, σε εποχές που θέλαμε να μιλάμε και που δεν ντρεπόμαστε να μας βλέπουνε οι άλλοι. Σε θέατρα δηλαδή και σε άλλες γιορτές...
Όμως, σήμερα πρέπει να το παραδεχτώ. Ο λόγος που ξαναβγήκε απ' τη βαλίτσα του το ακκορντεόν, δεν ήταν τα κορίτσια μας. Ήταν ένα ποίημα φτιαγμένο απο 34 γράμματα:
"Πόσα χρόνια έχεις ν' ακούσεις ακκορντεόν;" Του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Υ.Γ. 'Όλα προς τι;"*
*Ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη από τη συλλογή "Υ.Γ."
Comments:
O πατέρας μου καμία σχέση δεν έχει με τον Μανώλη Αναγνωστάκη αλλά αγαπάει –αντίθετα με τον δικό σου – πολύ το ακκορντεόν. Όταν πήγαν με τη μαμά μου γαμήλιο ταξίδι στην Κέρκυρα ( το πρώτο και το τελευταίο τους ταξίδι! ), έξω από το ξενοδοχείο που έμεναν καθόταν ένας τυφλός που έπαιζε ακκορντεόν. Ο πατέρας μου κάθε φορά που τον έβλεπε του έβαζε στο χέρι ένα εικοσάρικο, ποσό μεγάλο για την εποχή εκείνη και ακόμα μεγαλύτερο για έναν άνθρωπο «σφιχτοχέρη» σαν τον πατέρα μου. Ο ακκορντεονίστας με το που αντιλαμβανόταν την αξία του νομίσματος σταματούσε ό,τι κι αν έπαιζε και ξεκινούσε « Τα κύματα του Δουνάβεως ».Από τότε λάτρεψε και ο μπαμπάς μου τα Κύματα…
Όταν μεγαλώσαμε με την αδερφή μου μας αγόρασε ένα ακκορντεόν ΧΟΧΝΕΡ μαύρο 72άρι. Ήθελε να μάθουμε να του παίζουμε τα Κύματα. Ξεκίνησα μαθήματα με τον κύριο Γιώργο, έναν ακκορντεονίστα Αιγύπτιο. Μου έλεγε πάντα πως είχα μουσικό αυτί , ρυθμό και τρομερές ικανότητες στη μουσική. Ποτέ δεν έκατσα να μελετήσω όσο θα έπρεπε. Βαριόμουν. Πολύ μοναχική διαδικασία για μένα.
Κουτσά στραβά λοιπόν έμαθα και τα Κύματα και την La Cumparsita και όλα τα κλασσικά κομμάτια για το ακκορντεόν. Όποτε έπαιζα, ο μπαμπάς μου καθόταν στην πόρτα του δωματίου και με κοιτούσε. Γέλαγε ολόκληρος! Πρέπει να ένιωθε πολύ περήφανος για μένα! Εγώ έκανα πως δεν τον έβλεπα. Μου άρεσε να τον νιώθω έτσι.
Το ακκορντεόν είναι χρόνια τώρα παρατημένο μέσα στην γκρίζα βαλίτσα του στην κουζίνα δίπλα στο ψυγείο. (Άνοιξε κάποια στιγμή για έναν άντρα αλλά ακούγοντας τις πρώτες νότες με κατακεραύνωσε με το βλέμμα του οπότε αποφάσισα πως ούτε μέσα από το ακκορντεόν θα τον έκανα να με ερωτευθεί. Έτσι λοιπόν έμεινε το Χοχνεράκι μου αχάιδευτο από αντρικά χέρια.)
Όποτε έρχεται ο μπαμπάς μου στο σπίτι , χαμένος πια στον κόσμο του , με ρωτάει
- Παίζεις καθόλου τα κύματα του Δουνάβεως στο ακκορντεόν?
Δημοσίευση σχολίου
Όταν μεγαλώσαμε με την αδερφή μου μας αγόρασε ένα ακκορντεόν ΧΟΧΝΕΡ μαύρο 72άρι. Ήθελε να μάθουμε να του παίζουμε τα Κύματα. Ξεκίνησα μαθήματα με τον κύριο Γιώργο, έναν ακκορντεονίστα Αιγύπτιο. Μου έλεγε πάντα πως είχα μουσικό αυτί , ρυθμό και τρομερές ικανότητες στη μουσική. Ποτέ δεν έκατσα να μελετήσω όσο θα έπρεπε. Βαριόμουν. Πολύ μοναχική διαδικασία για μένα.
Κουτσά στραβά λοιπόν έμαθα και τα Κύματα και την La Cumparsita και όλα τα κλασσικά κομμάτια για το ακκορντεόν. Όποτε έπαιζα, ο μπαμπάς μου καθόταν στην πόρτα του δωματίου και με κοιτούσε. Γέλαγε ολόκληρος! Πρέπει να ένιωθε πολύ περήφανος για μένα! Εγώ έκανα πως δεν τον έβλεπα. Μου άρεσε να τον νιώθω έτσι.
Το ακκορντεόν είναι χρόνια τώρα παρατημένο μέσα στην γκρίζα βαλίτσα του στην κουζίνα δίπλα στο ψυγείο. (Άνοιξε κάποια στιγμή για έναν άντρα αλλά ακούγοντας τις πρώτες νότες με κατακεραύνωσε με το βλέμμα του οπότε αποφάσισα πως ούτε μέσα από το ακκορντεόν θα τον έκανα να με ερωτευθεί. Έτσι λοιπόν έμεινε το Χοχνεράκι μου αχάιδευτο από αντρικά χέρια.)
Όποτε έρχεται ο μπαμπάς μου στο σπίτι , χαμένος πια στον κόσμο του , με ρωτάει
- Παίζεις καθόλου τα κύματα του Δουνάβεως στο ακκορντεόν?