<$BlogRSDUrl$>

2.10.05

Μερεμέτια στο χωριό (ένα). 

Καινούργια. Τριάντα τριανταπέντε ήτονε, ωραίο παιδί. Κάθεται. Θα με κεράσεις; Πρόσεχε μη παραγγείλει διπλό. Μια φορά ήμουνε με μια και μέχρι να γυρίσω το κεφάλι μου, παραγγέλνει διπλό. Έρχεται ο λογαριασμός. Διπλό. Δε λέω κουβέντα. Πληρώνω. Πάω την άλλη μέρα. Θα με κεράσεις; Κάτσε τση λέω. Τι παράγγειλες χθες; Διπλό. Σου είπα εγώ; Μα. Δεν έχει μα. Δίνε του. Η καινούργια. Την κερνάω. Πίνει. Πάω στο μπαρ λέω θα λείψει κάνα δίωρο. Δίνω ογδόντα ευρώ, φεύγουμε. Πάμε σπίτι. Καθόμαστε. Πίνουμε. Τι γίνεται, λέω. Τι θες; Θέλω απ τον κώλο. Μα. Δεν έχει μα, πόσα θες; Μα. Θα δώσω δέκα ευρώ. Δεν ήξερε καλά τη γλώσσα, κατάλαβε εκατό. Τση λέω πάω για μπάνιο, ετοιμάσου. Βγαίνω. Τη βλέπω στο παντελόνι με το χέρι στη τσέπη. Τι θες μωρή; Αναπτήρα ψάχνω. Κι αυτό στο κομοδίνο ήντα 'ναι; Κι αυτό στο τραπέζι; Δυο αναπτήρες στο τραπέζι. Ντύσου τση λέω. Δε σε θέλω. Μα. Δεν έχει μα. Ντύσου. Στο αυτοκίνητο μου λέει, σε παρακαλώ μη πεις τίποτα θα έχω μπελάδες. Καλά. Φτάνομε στο μαγαζί. Παραγγέλνω. Έρχεται το αφεντικό. Ήντα της έκαμες και κλαίει; Εγώ; ντα ήντα λέει; Λέει ότι πήγες να τη βιάσεις απ τον κώλο. Πρόσεχε του λέω, μια μέρα εσένα θα εκθέσει και του τα είπα όλα. Του ζήτησα και τα ογδόντα ευρώ.

----
Ο καλύτερος μάστορας. Ό,τι και να λένε γι αυτόν η επωδός είναι ότι κάνει καλή δουλειά. Χωρισμένος. Μοιάζει του Μίμη Φωτόπουλου. Τον γνώρισα με μουστάκι. Το ξύρισε την επομένη: "δεν ήθελα να το ξυρίσω μα το εστραβόκοψα". Αφηγείται ήρεμα, χωρίς εξάρσεις.
----
earth-net cafe-24 hours internet.

buzz it!

 

Comments:
«_______! Πεταμένα λεφτά!». Κι αφήνεις να σου ‘κόβει’ γωνιές με το πινέλο ο μαστρομίμης; Αν κατά λάθος στάξει μπογιά στο πάτωμα, θα σου βάψει και το παρκέ.
 
Είναι βέβαιον ότι εργάζεστε εσείς τώρα, έτσι;
Γεια σου Κουκουζέλη μου, ευαίσθητε δέκτη ήχων εντοπίων! Καλή δουλειά και καλήν επάνοδον.
Ευχαριστούμε θερμά και δια τας ευχάς, τας ελάβαμε και εχαρήκαμεν τα μάλα.

Καλήν αντάμωσιν.
(με την ευκαιρίαν και ένα ανδεκδοτάκι:
Πάει ένας Κύπριος στο Έβερεστ και παραγγέλνει σάντουιτς:
-Να βάλωμεν και λάχανον και πιπεριάν και ντομάταν και...
-Ρε φίλε, του λέει το παιδί, μπορείς να μην βάζεις αυτό το ν παντού γιατί με τρελλαίνει ο ήχος του;
-Έγινε. Κανένα πρόβλημα.
-Ωραία. Τι άλλο να βάλω στο σάντουϊτς;
-Βάλε ζαμπό και μπέϊκο! )

Μπου-χα-χα, που λέει κι ο mac
 
Κουκουζέλη, εμένα πάλι ο μάστορας μου φαίνεται μεγάλο λαμόγιο!

Τhas, πολύ καλό :)
 
Τι γελάτε ρε; Εγώ τα έχω δει γραμμένα 'ζαμπό' και 'μπέικο' σε επιγραφή καφενείου κοντά στη Δημοτική Αγορά της παλιάς Λευκωσίας.
 
... όσο για τον μάστορα, ε, φυσικά χωρισμένος. Πού να του κάνει η κυρα-Αννέζω τα στριμόκωλα μερεμέτια που ζητάει...
 
Δημοσίευση σχολίου

This page is powered by Blogger. Isn't yours?