8.10.05
Μόλις εξεδόθη
...το βιβλίο όπου θα βρεις, μεταφρασμένο από τα λατινικά, ένα ποίημα του Ιουβενάλη. Μου άρεσε η μετάφραση, αφού λατινικά δεν ξέρω, και θα την αντιγράψω για χάρη σου. Ο ποιητής γεννήθηκε το 51 μΧ. Όταν γράφει αυτήν τη σάτιρα, είναι ένας γέρος γκρινιάρης 70 ετών. Βρίσκεσαι δηλαδή γύρω στα 120 μΧ. Ο Ουμβρίκιος, κολλητός τού καλλιτέχνη, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Ρώμη (περισσότερες φιλολογικές λεπτομέρειες αφού διαβάσεις το ποίημα):
Φεύγει απ τη Ρώμη ο φίλος μου ο Ουμβρίκιος, κι έχω μεγάλη στενοχώρια·
στην πόλη ετούτη μεγαλώσαμε μαζί, τώρα θα ζούμε χώρια.
Όλα τα υπάρχοντα του σε μιαν άμαξα· ο αμαξάς μπροστά οι δυο μας πίσω,
στης πόλης φτάσαμε την έξοδο –πήγα ως εκεί να τον ξεπροβοδίσω.
«Το αποφάσισα» μου είπε «φίλε μου. Για μένα δεν υπάρχει τίποτε στη Ρώμη·
θ’ αράξω κάπου πριν να γίνω χούφταλο κι όσο τα πόδια μου κρατούν ακόμη.
Δεν έχω τ’ απαιτούμενα στην πόλη αυτή, δεν έχω τις κατάλληλες συνήθειες·
εδώ είναι τόπος για επιτήδειους, για τα λαμόγια και για τις προμήθειες.
Δεν κάνω για παρατρεχάμενος των ισχυρών, η γλώσσα μου δεν ξέρει κολακείες,
δεν έμαθα να κάνω τον χαφιέ, να κάνω ελιγμούς, να κρύβω ατιμίες.
Δεν έμαθα να συγχρωτίζομαι με πρόσωπα που έκαναν καριέρα στην απάτη
και τώρα που τα πιάσανε χοντρά, το παίζουν κύριοι και ζούνε σε παλάτι.
Τους δήθεν δεν τους πάω γενικώς –κυρίως όσους έχουνε πρεμούρα
να δείξουν ότι είναι συγγραφείς κι ότι συμβάλλουν στη λεγόμενη κουλτούρα.
Μαζί τους ήμουν πάντοτε ωμός (και πάντοτε σοκάρονται οι τύποι) -
«Χάλια το τελευταίο σου διήγημα· αντίτυπο και αφιέρωση να λείπει!»
Και να σου πω και το άλλο μέγα πρόβλημα; Αισθάνομαι πως δεν μπορώ να μείνω
σε μία πόλη που αλώθηκε από την άτιμη τη ράτσα των Ελλήνων.
Η Ρώμη, φίλε μου, είναι ελληνική. Κατάλαβέ το μας την έχουν πέσει·
κατάληψη και εισβολή κανονική –για μας εδώ δεν έχει πλέον θέση.
Σαμιώτες, Αθηναίοι, Μεγαρείς, Μικρασιάτες –άνοιξαν οι δρόμοι,
αδειάσαν την Ελλάδα οι Γραικοί και γέμισαν αντίστοιχα τη Ρώμη.
Πιάσαν τις πάνω και τις κάτω γειτονιές, απλώθηκαν σε κάθε συνοικία,
Μπήκαν στα σπίτια μας, μας πήραν τις δουλειές, μας έκαναν δική τους αποικία.
Πρώτοι στην πάρλα, αετονύχηδες, δεν έχουν μπέσα, «είπα ξείπα»·
σε όλα μέσα, σε πουλάν και σ’ αγοράζουνε –και γενικά δεν έχουν τσίπα.
Πολυτεχνίτες στο επάγγελμα –προφέσορες, γκουρού και αστρολόγοι.
Κομπογιαννίτες και γιατροί, μέντιουμ, ακροβάτες, γυρολόγοι.
Όλα τα ξέρει, όλα τα μπορεί ο άφραγκος Γραικύλος που πεινάει·
Πες του, αν μπορεί, να πάει στον ουρανό –σε βεβαιώ στον ουρανό θα πάει.
Ψευδολογούν ασύστολα, παρουσιάζουν όπως θέλουνε το θέμα·
Εμείς, αντίθετα, δεν πείθουμε –μόνο σε στόμα ελληνικό το ψέμα είναι ψέμα.
Παίζουνε θέατρο παντού· το θέατρο είναι άλλωστε, εύρημα των Ελλήνων·
για μένα φίλε, είναι προφανές: η Ελλάδα είναι χώρα θεατρίνων.
Δεν κάθομαι με τίποτα εδώ. Το πήρα απόφαση και δεν αλλάζω πλάνο·
μέσα σ’ αυτό το ελληναριό, εγώ ο Ουμβρίκιος στη Ρώμη τι να κάνω;
(βαρέθηκα να αντιγράφω· θα συνεχίσω όταν ξεβαρεθώ. Μεταφραστής πάντως είναι ο Θεόδωρος Παπαγγελής και το βιβλίο είναι «η Ρώμη και ο κόσμος της», έκδοση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη])
Φεύγει απ τη Ρώμη ο φίλος μου ο Ουμβρίκιος, κι έχω μεγάλη στενοχώρια·
στην πόλη ετούτη μεγαλώσαμε μαζί, τώρα θα ζούμε χώρια.
Όλα τα υπάρχοντα του σε μιαν άμαξα· ο αμαξάς μπροστά οι δυο μας πίσω,
στης πόλης φτάσαμε την έξοδο –πήγα ως εκεί να τον ξεπροβοδίσω.
«Το αποφάσισα» μου είπε «φίλε μου. Για μένα δεν υπάρχει τίποτε στη Ρώμη·
θ’ αράξω κάπου πριν να γίνω χούφταλο κι όσο τα πόδια μου κρατούν ακόμη.
Δεν έχω τ’ απαιτούμενα στην πόλη αυτή, δεν έχω τις κατάλληλες συνήθειες·
εδώ είναι τόπος για επιτήδειους, για τα λαμόγια και για τις προμήθειες.
Δεν κάνω για παρατρεχάμενος των ισχυρών, η γλώσσα μου δεν ξέρει κολακείες,
δεν έμαθα να κάνω τον χαφιέ, να κάνω ελιγμούς, να κρύβω ατιμίες.
Δεν έμαθα να συγχρωτίζομαι με πρόσωπα που έκαναν καριέρα στην απάτη
και τώρα που τα πιάσανε χοντρά, το παίζουν κύριοι και ζούνε σε παλάτι.
Τους δήθεν δεν τους πάω γενικώς –κυρίως όσους έχουνε πρεμούρα
να δείξουν ότι είναι συγγραφείς κι ότι συμβάλλουν στη λεγόμενη κουλτούρα.
Μαζί τους ήμουν πάντοτε ωμός (και πάντοτε σοκάρονται οι τύποι) -
«Χάλια το τελευταίο σου διήγημα· αντίτυπο και αφιέρωση να λείπει!»
Και να σου πω και το άλλο μέγα πρόβλημα; Αισθάνομαι πως δεν μπορώ να μείνω
σε μία πόλη που αλώθηκε από την άτιμη τη ράτσα των Ελλήνων.
Η Ρώμη, φίλε μου, είναι ελληνική. Κατάλαβέ το μας την έχουν πέσει·
κατάληψη και εισβολή κανονική –για μας εδώ δεν έχει πλέον θέση.
Σαμιώτες, Αθηναίοι, Μεγαρείς, Μικρασιάτες –άνοιξαν οι δρόμοι,
αδειάσαν την Ελλάδα οι Γραικοί και γέμισαν αντίστοιχα τη Ρώμη.
Πιάσαν τις πάνω και τις κάτω γειτονιές, απλώθηκαν σε κάθε συνοικία,
Μπήκαν στα σπίτια μας, μας πήραν τις δουλειές, μας έκαναν δική τους αποικία.
Πρώτοι στην πάρλα, αετονύχηδες, δεν έχουν μπέσα, «είπα ξείπα»·
σε όλα μέσα, σε πουλάν και σ’ αγοράζουνε –και γενικά δεν έχουν τσίπα.
Πολυτεχνίτες στο επάγγελμα –προφέσορες, γκουρού και αστρολόγοι.
Κομπογιαννίτες και γιατροί, μέντιουμ, ακροβάτες, γυρολόγοι.
Όλα τα ξέρει, όλα τα μπορεί ο άφραγκος Γραικύλος που πεινάει·
Πες του, αν μπορεί, να πάει στον ουρανό –σε βεβαιώ στον ουρανό θα πάει.
Ψευδολογούν ασύστολα, παρουσιάζουν όπως θέλουνε το θέμα·
Εμείς, αντίθετα, δεν πείθουμε –μόνο σε στόμα ελληνικό το ψέμα είναι ψέμα.
Παίζουνε θέατρο παντού· το θέατρο είναι άλλωστε, εύρημα των Ελλήνων·
για μένα φίλε, είναι προφανές: η Ελλάδα είναι χώρα θεατρίνων.
Δεν κάθομαι με τίποτα εδώ. Το πήρα απόφαση και δεν αλλάζω πλάνο·
μέσα σ’ αυτό το ελληναριό, εγώ ο Ουμβρίκιος στη Ρώμη τι να κάνω;
(βαρέθηκα να αντιγράφω· θα συνεχίσω όταν ξεβαρεθώ. Μεταφραστής πάντως είναι ο Θεόδωρος Παπαγγελής και το βιβλίο είναι «η Ρώμη και ο κόσμος της», έκδοση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη])
Comments:
Δημοσίευση σχολίου