<$BlogRSDUrl$>

17.11.05



Ήρθε ο Νίκος και στάθηκε δίπλα μου. Ψιθυρίζεται ότι σύντομα θα μας μεταφέρουν άλλους στα νησιά, άλλους στη φυλακή. Μου είπε το τηλέφωνο του. «Όποτε βρεθούμε έξω, αργά ή γρήγορα, πάρε με». Φιληθήκαμε. Ζήτησε και το δικό μου τηλέφωνο. Του είπα ότι δεν είμαι Αθηναία, έχω έρθει εδώ για σπουδές. Χαμογέλασε. Αθηναίος αυτός, φοιτητής στην Ανωτάτη Εμπορική, αποβλημένος. Τον ρώτησα πότε τον απέβαλαν. «Το ’64 επί Γεωργίου Παπανδρέου...»


Τι λέγαμε; Πώς κυλούσαν οι ώρες; Πώς περνούσαν οι μέρες; Πώς κοιμόμαστε; Τι ύπνο κάναμε η μια δίπλα στην άλλη; «Εσείς εδώ έχετε δροσιά, διακοπές στη Μπουμπουλίνας...» γελούσε σκουπίζοντας τον ιδρώτα του ο φύλακας υπηρεσίας όταν ερχόταν απέξω κάθε μέρα για τη βάρδια του.

Στεκόμουν [...] σε μια μεριά στην καγκελόπορτα κρατώντας το κίτρινο ζακετάκι. Περίμενα τη μητέρα μου, την περίμενα με λαχτάρα, γιατί της είχα παραγγείλει να μου φέρει οδοντόπαστα. Τίποτε άλλο δεν ήθελα παρά να αφήσω την κρέμα να ξεραθεί στα χείλη μου και να τη γλείφω. [...]

Είδα μια ξανθιά αεράτη να πλησιάζει μ’ ένα λουλούδι στο χέρι, γαρίφαλο ή τριαντάφυλλο, δεν θυμάμαι. Όπως επίσης δεν θυμάμαι το χρώμα του λουλουδιού. Κατά πάσα πιθανότητα κόκκινο. Κατέβηκε με αποφασιστικότητα τα σκαλιά και μίλησε στον φύλακα. «Σαββόπουλος!» φώναξε ο φύλακας. Πλησίασε ο Σαββόπουλος. «Σε ζητάει μια ξανθιά...» «Που είναι;» μισόκλεινε τα μάτια του ο Σαββόπουλος. «Στραβούλιακα!» γέλασε ο φύλακας.

Η ξανθιά κατέβηκε τα σκαλοπάτια, ακούμπησε τις παλάμες της στα κάγκελα. «Εδώ είμαι», του είπε δίνοντας του το λουλούδι. [...] Διέκρινα ανάμεσα στις άλλες μανάδες που περίμεναν, τη δική μου. Άφησε το δέμα στο φύλακα υπηρεσίας. [...]

Πήρα το δέμα μου, ντομάτες γεμιστές και κολοκυθάκια. «Η οδοντόπαστα;» ρώτησα το φύλακα. «Μπα, θα μου ζητήσεις τώρα και το λογαριασμό; Εγώ φταίω που δεν σου έφερε η μανούλα σου οδοντόπαστα;» Έκανε να γελάσει, είδε όμως, τι ακριβώς είδε; Ας πούμε ότι είδε την απελπισία μου και με κοίταξε σαν να με λυπήθηκε.

Παρέδωσα το δέμα στην υπεύθυνη. Ο Σαββόπουλος κρατούσε το λουλούδι της καλής του και το μύριζε. Πήγα και κάθισα σε μια γωνιά αμίλητη. [...] Σκεφτόμουν ότι βρισκόμαστε κάτω απ’ τη γη και μ’ έπιανε δύσπνοια. «Γκρούβομαι», φώναζα, και με κορόιδευαν οι φίλες μου. Τι θα πει γκρούβομαι; Έπειτα αποξεχνιόμουν [...]

Ξύπνησα από τη φασαρία. Είχαν ανεβάσει τη νύχτα στον Τέταρτο τον Σαββόπουλο και τον κατέβασαν ξημερώματα μισερωμένο. Τον αναβαστούσαν δύο και τον έκλεισαν σ’ ένα κελί.

Με φώναξε ο χθεσινός φύλακας και πλησίασα στην καγκελόπορτα. «Κοίτα τι σου ‘φερα!» κρατούσε και μου ‘δειχνε μια οδοντόπαστα. Δεν ήξερα αν πρέπει να τη δεχτώ. Από το δεσμοφύλακα σου δεν πρέπει να δέχεσαι ούτε νερό· την πήρα όμως βιαστικά και τον ευχαρίστησα.

Σφύριζαν τη «Συννεφούλα» να ακούει ο Σαββόπουλος μέσα από το κελί και να κρατάει επαφή. Μεσημεράκι. Είχα αλείψει με οδοντόπαστα τα δόντια και τα χείλη μου κι ανάσαινα ευχάριστα. «Πώς έγινες έτσι; Σαν φάντασμα...» είπε μια φίλη μου. «Σαν κλόουν έγινε...» συμπλήρωσε η άλλη. [...]

Είδα την ξανθιά φίλη του Σαββόπουλου. Κρατούσε ένα κουτί γλυκά στα χέρια της. Πλησίασε τον φύλακα, κάτι του είπε, αυτός κούνησε αρνητικά το κεφάλι, αυτή επέμενε. Άφησε το κουτί με τα γλυκά, κοίταξε προς το μέρος μου, σαν να προσπαθούσε να περάσει κι ή ίδια μέσα απ’ τα κάγκελα. Της έκανα νοήματα, με είδε ο φύλακας και με κατσάδιασε.

«Βλαμμένο είσαι; Τι θέλεις να σε ανεβάσουμε πάλι στον Τέταρτο;» Έκανα σαν να μην τον άκουσα. Η φίλη του Σαββόπουλου είχε απομακρυνθεί. [...] [ Ο φύλακας] μου έδωσε το κουτί με τα γλυκά. Το πήρα και το παρέδωσα στην υπεύθυνη. Όταν αργότερα ετοιμάσαμε το συσσίτιό μας, στο πιάτο του Σαββόπουλου βάλαμε και μπακλαβαδάκια από το κουτί που είχε φέρει η καλή του.

[...] Και ξαφνικά πανικός. Το παιδί από την Κύπρο έκοψε μ’ ένα καθρεφτάκι τις φλέβες του.



...Αύγουστος του 1967, που γνώρισα τον Νίκο και αγαπηθήκαμε στα υπόγεια κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών στην οδό Μπουμπουλίνας.




Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο της Μάρως Δούκα «Τα μαύρα λουστρίνια», εκδόσεις Πατάκη - Αθήνα 2005. Οι φωτογραφίες (η πρώτη με συγκινεί ιδιαίτερα) είναι κι αυτές απ το βιβλίο.
*

buzz it!

 

Comments:
'Αχνα. Οι φωνές που ακούγονταν από τα μπουντρούμια είναι το μόνο που θέλω να ξέρω από την περίοδο αυτή.
 
Κι εγώ: άχνα.
 
Ούτε αυτιά ούτε μάτια ούτε δέρμα. Ενας αέρας να ήμουνα.
 
Δημοσίευση σχολίου

This page is powered by Blogger. Isn't yours?