13.5.06
Ο εκδημοκρατισμός του cool : B-side
Α-side.
[...]
Τι έγινε όμως μ’ όλα αυτά τα παιδιά που πέρασαν τα γυμνασιακά τους χρόνια με είκοσι πολύτιμους δίσκους αγορασμένους στο Μοναστηράκι και ξαφνικά, σε διάστημα δυο ή τριών χρόνων, βρέθηκαν να είναι ειδικοί επαγγελματίες, ιδιοκτήτες σπάνιων κομματιών με τη σέσουλα και υποχρεωμένοι να γράφουν κάθε μήνα την άποψη τους για τους Duran Duran και άλλους γραφικούς αγγλοσάξονες; Ποιος δαίμονας τους έμπλεξε με τα top ten, τι ήταν αυτό που τους έκανε να ονειρεύονται την Καλιφόρνια ή να θέλουν να τελειώσουν τις μέρες τους στο γκρίζο Λίβερπουλ; Με δυο λόγια, ποιός ευθύνεται για τη μετατροπή ενός πραγματικού πάθους, σε επαγγελματισμό της δεκάρας, υπαλληλίκι στις εταιρείες δίσκων, ανάλατες ραδιοφωνικές εκπομπές πλημμυρισμένες από άχρηστες γνώσεις;
Δεν είναι μόνο η δικτατορία που μας έσπρωξε άρον-άρον πέρα από τα σύνορα, ούτε μόνο η Δεξιά που μας έκανε να πλήττουμε θανάσιμα στις μέρες της. Ο πανικός που καθρεφτίζεται στη λατρεία των κειμένων αυτών [μιλάει για τα μουσικά περιοδικά] για κάθε τι το πακεταρισμένο και λουστραρισμένο στο εξωτερικό, για τα κοκοράκια της Νίνα Χάγκεν ή τα έπη της δεκάρας που γράφουν κλειδωμένοι μέσα στα συνθεζάιζερς οι Πινκ Φλόυντ, έχουν να κάνουν με πολιτιστικά μοντέλα συνολικά αποδεκτά, με μια γενικευμένη λογική της κατανάλωσης, του φετιχισμού των εξαρτημάτων. Αυτό είναι που θαμπώνει, η δυνατότητα του να συλλέγεις δίσκους και να κατέχεις ήχους, να τους τοποθετείς στο ράφι και να τους ξεχνάς. Άλλωστε κάπως έτσι αδιάφορο φαντάζει και το μέλλον του βίντεο, εφεύρεσης που πείθει τον καταναλωτή ότι έγινε για να τον διευκολύνει ενώ στην πραγματικότητα αντικαθιστά τους δίσκους γιατί όλοι οι δίσκοι έχουν αγοραστεί, όλοι οι δίσκοι κοιμούνται στα ράφια.
Ο φόβος κυριαρχεί στα μουσικά περιοδικά τα δύο τελευταία χρόνια κι αυτό είναι καλό σημάδι. Όλα τα συγκροτήματα έχουν ανακαλυφθεί, δεν υπάρχουν πια άγνωστες αξίες, οι προοδευτικοί διευθυντές των πολυεθνικών αποφασίζουν κι ανακαλύπτουν οι ίδιοι δέκα περιθωριακούς το μήνα. Όσοι το έχουν καταλάβει –κι ευτυχώς δεν είναι λίγοι γιατί η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει- γράφουν τώρα νοσταλγικά κείμενα, ένα βήμα πριν τα παρατήσουν, δυο βήματα πριν καταλάβουν ότι ένας στιχουργός σαν τον Ρασούλη δεν υπάρχει σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, ότι ένας συνθέτης σαν το Σαββόπουλο είναι άπιαστο όνειρο για όλους αυτούς τους Ολλανδούς και Σουηδούς που ονειρεύονται στα αγγλικά και δεν μπορούν να ερωτευθούν κανονικά επειδή έτσι αποφάσισε ο Ντέιβιντ Μπόουι.
[...]
Φαίνονται τα σημάδια της εποχής που γράφτηκε...Πώς αλλιώς; Το κομμάτι έγραψε ο Χρήστος Βακαλόπουλος για το περιοδικό Αντί, τ.233, 10/6/1983. Τίτλος του: «τα πανικόβλητα κείμενα στα μουσικά περιοδικά». Από το βιβλίο «Από το Χάος στο Χαρτί», εκδόσεις Εστία, 1995. (Με την ευκαιρία: ο Βακαλόπουλος κράτησε, για κάμποσους μήνες, μαζί με τον Σωτήρη Κακίση, τη στήλη των αθλητικών στο ίδιο περιοδικό. Λες να δούμε κάποτε καμιά ανθολόγηση; Γράψε λάθος. Μόνος του έγραφε τη στήλη ο Κακίσης.)
[...]
Τι έγινε όμως μ’ όλα αυτά τα παιδιά που πέρασαν τα γυμνασιακά τους χρόνια με είκοσι πολύτιμους δίσκους αγορασμένους στο Μοναστηράκι και ξαφνικά, σε διάστημα δυο ή τριών χρόνων, βρέθηκαν να είναι ειδικοί επαγγελματίες, ιδιοκτήτες σπάνιων κομματιών με τη σέσουλα και υποχρεωμένοι να γράφουν κάθε μήνα την άποψη τους για τους Duran Duran και άλλους γραφικούς αγγλοσάξονες; Ποιος δαίμονας τους έμπλεξε με τα top ten, τι ήταν αυτό που τους έκανε να ονειρεύονται την Καλιφόρνια ή να θέλουν να τελειώσουν τις μέρες τους στο γκρίζο Λίβερπουλ; Με δυο λόγια, ποιός ευθύνεται για τη μετατροπή ενός πραγματικού πάθους, σε επαγγελματισμό της δεκάρας, υπαλληλίκι στις εταιρείες δίσκων, ανάλατες ραδιοφωνικές εκπομπές πλημμυρισμένες από άχρηστες γνώσεις;
Δεν είναι μόνο η δικτατορία που μας έσπρωξε άρον-άρον πέρα από τα σύνορα, ούτε μόνο η Δεξιά που μας έκανε να πλήττουμε θανάσιμα στις μέρες της. Ο πανικός που καθρεφτίζεται στη λατρεία των κειμένων αυτών [μιλάει για τα μουσικά περιοδικά] για κάθε τι το πακεταρισμένο και λουστραρισμένο στο εξωτερικό, για τα κοκοράκια της Νίνα Χάγκεν ή τα έπη της δεκάρας που γράφουν κλειδωμένοι μέσα στα συνθεζάιζερς οι Πινκ Φλόυντ, έχουν να κάνουν με πολιτιστικά μοντέλα συνολικά αποδεκτά, με μια γενικευμένη λογική της κατανάλωσης, του φετιχισμού των εξαρτημάτων. Αυτό είναι που θαμπώνει, η δυνατότητα του να συλλέγεις δίσκους και να κατέχεις ήχους, να τους τοποθετείς στο ράφι και να τους ξεχνάς. Άλλωστε κάπως έτσι αδιάφορο φαντάζει και το μέλλον του βίντεο, εφεύρεσης που πείθει τον καταναλωτή ότι έγινε για να τον διευκολύνει ενώ στην πραγματικότητα αντικαθιστά τους δίσκους γιατί όλοι οι δίσκοι έχουν αγοραστεί, όλοι οι δίσκοι κοιμούνται στα ράφια.
Ο φόβος κυριαρχεί στα μουσικά περιοδικά τα δύο τελευταία χρόνια κι αυτό είναι καλό σημάδι. Όλα τα συγκροτήματα έχουν ανακαλυφθεί, δεν υπάρχουν πια άγνωστες αξίες, οι προοδευτικοί διευθυντές των πολυεθνικών αποφασίζουν κι ανακαλύπτουν οι ίδιοι δέκα περιθωριακούς το μήνα. Όσοι το έχουν καταλάβει –κι ευτυχώς δεν είναι λίγοι γιατί η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει- γράφουν τώρα νοσταλγικά κείμενα, ένα βήμα πριν τα παρατήσουν, δυο βήματα πριν καταλάβουν ότι ένας στιχουργός σαν τον Ρασούλη δεν υπάρχει σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, ότι ένας συνθέτης σαν το Σαββόπουλο είναι άπιαστο όνειρο για όλους αυτούς τους Ολλανδούς και Σουηδούς που ονειρεύονται στα αγγλικά και δεν μπορούν να ερωτευθούν κανονικά επειδή έτσι αποφάσισε ο Ντέιβιντ Μπόουι.
[...]
Φαίνονται τα σημάδια της εποχής που γράφτηκε...Πώς αλλιώς; Το κομμάτι έγραψε ο Χρήστος Βακαλόπουλος για το περιοδικό Αντί, τ.233, 10/6/1983. Τίτλος του: «τα πανικόβλητα κείμενα στα μουσικά περιοδικά». Από το βιβλίο «Από το Χάος στο Χαρτί», εκδόσεις Εστία, 1995. (
Comments:
Αλήθεια γιατί εδώ δεν πέφτουν καμμιά
τριανταριά σχόλια;;;
Α ρε Βακαλόπουλε και σείς οι άγνωστοι.
Σήμερα θα σας είχανε κολλήσει ταμπέλλα
οι "προοδευτικοί"... Σορβονοσπουδαγμένοι.
τριανταριά σχόλια;;;
Α ρε Βακαλόπουλε και σείς οι άγνωστοι.
Σήμερα θα σας είχανε κολλήσει ταμπέλλα
οι "προοδευτικοί"... Σορβονοσπουδαγμένοι.
Αμ, γαλοσπουδαγμένος ήταν κι ο Βακαλόπουλος. Θα έλεγα μάλιστα (υπερβάλλοντας, αλλά όχι πολύ) ότι κάτι τέτοια μόνο γαλοσπουδαγμένοι τα γράφουν. Η εικόνα που μου έχει μείνει αξέχαστη (τρέχα γύρευε γιατί), είναι ο Β. με ένα, άρτι παραληφθέν, γαλλικό βιβλίο στα χέρια. Ήταν το Le gout de la beaute, του Eric Rohmer.
Δημοσίευση σχολίου