5.6.06
15/12/2003 Revisited.
«Όρθρου βαθέως μου σώνεται το ουίσκι
κι η νύχτα που διαβαίνει με σαρκάζει.»
κι η νύχτα που διαβαίνει με σαρκάζει.»
8 πμ. Νεκροταφείο Χαλανδρίου. Να ξεθάψω τον πατέρα μου. Θαμμένος εκεί (θάφτηκε, ξεθάφτηκε, ξαναθάφτηκε) από το 1987. Αγοράζω τενεκεδένια οστεοθήκη από τα πέριξ μαρμαράδικα. Λάμπει. Μου λένε να γράψω στο κουτί, με μαρκαδόρο ανεξίτηλο, το όνομα και τη χρονιά γέννησης και θανάτου. Πότε γεννήθηκε; Πότε πέθανε; Πέφτω σε ξαφνικό κενό μνήμης. Επανέρχομαι, τα γράφω.
Υπάλληλοι: «Πηγαίνετε στον τάφο. Εμείς θα φωνάξουμε τον εργάτη». Στη μέση του δρόμου με ξεκουφαίνουν μεγάφωνα. Λοχίας δίνει παραγγέλματα στο στρατόπεδο των πεθαμένων. Καλούν τον εργάτη να πάει για δουλειά; Η ηχώ μ’ εμποδίζει να βγάλω νόημα. Ο εργάτης έχει συνηθίσει και καταλαβαίνει. Τον συναντώ, με το καροτσάκι, το φτυάρι και τον κασμά του να κατευθύνεται προς τον τάφο. Με βλέπει: «Για την εκταφή;»
Χώμα νοτισμένο. Στους σταυρούς περιστέρια. Κασμάς, φτυάρι. Κασμάς, φτυάρι. Κασμάς, φτυάρι. Πρώτο το κρανίο. Χρώματος καφέ. Εργάτης: «Θα πλυθούν με νερό και κρασί. Εγώ θα τα πλύνω». Ωμοπλάτη. Μία. Δύο. Βραχιόνιο: Ένα. Πετάει τα κόκαλα στο καροτσάκι του. Φαγωμένα πλευρά. «Tόσο καιρό θαμμένος, τα πλευρά έχουν λειώσει.» Δεύτερο βραχιόνιο. Κάτω γνάθος. Ένα λαγόνιο. Κι άλλα πλευρά. Με το φτυάρι ένα-δυο οστά στο βουναλάκι που σχηματίστηκε πλάι στον τάφο. Το παίρνω χαμπάρι, τα μαζεύω. «Μπα, κόκαλα ήταν αυτά;» Δεύτερο λαγόνιο. Σπόνδυλοι: Δυο μαζί, τρεις μαζί, ένας μόνος του. Δεν έχω κουράγιο να τους μετρήσω. Ανασκαλεύω το χώμα να βρω κι άλλα. Δύσκολο. Τι ήταν αυτό; Πετρούλα; Οστό; Όταν τελειώσουμε πρέπει να κάτσω να λογαριάσω; «Με συγχωρείτε, λείπει το υοειδές οστό, το δεύτερο μετατάρσιο του αριστερού χεριού και τουλάχιστον τρία σησαμοειδή»... Φροντίζω να συγκεντρωθούν τα βασικά. Πάλι καλά που ξέρω πέντε πράματα και μπορώ να ελέγξω. Αυτά τα οστά θα βρεθούν, όλα μαζί και πάλι, τη δευτέρα παρουσία. Όμως εγώ πιστεύω όσο μια αμοιβάδα. Λιγότερο. Ο άστεγος μέσα μου λοιπόν. Ο μετανάστης.
***
-του Hotel Memory, που μας ζήτησε να γράψουμε κάτι για τον "άστεγο μέσα μας". Οι στίχοι του μότο είναι του Ηλία Λάγιου.
***
Comments:
Τί να πώ για σένα! και την λεπτομέρεια στην σύναξη των οστών!
Ας σταθώ στην παράγραφο από και για τον Λάγιο.
Ας σταθώ στην παράγραφο από και για τον Λάγιο.
Κόντα στον τάφο του πατέρα μου υπάρχει ένας τάφος σαν παρεκκλήσι. Κάπου δύο μέτρα ύψος, με ένα ξεβαμμένο κεραμιδί στους τοίχους.
Δεν ξέρω τι είχε κάνει ο μακαρίτης εν ζωή, τέτοιο ρεζιλίκι αδύνατο να το άξιζε. Κλειδαμπαρωμένος μέχρι τη δευτέρα παρουσία, να μη μπορεί να δει τα πεύκα, να μη μπορεί να ξεδιψάσει με τη βροχή.
Αναγκαστικά περνάω κάθε φορά από μπροστά. Ένας διαρρήκτης με φιλότιμο δεν βρίσκεται; Να τον βοηθήσει να αποδράσει στο χώμα.
Δεν ξέρω τι είχε κάνει ο μακαρίτης εν ζωή, τέτοιο ρεζιλίκι αδύνατο να το άξιζε. Κλειδαμπαρωμένος μέχρι τη δευτέρα παρουσία, να μη μπορεί να δει τα πεύκα, να μη μπορεί να ξεδιψάσει με τη βροχή.
Αναγκαστικά περνάω κάθε φορά από μπροστά. Ένας διαρρήκτης με φιλότιμο δεν βρίσκεται; Να τον βοηθήσει να αποδράσει στο χώμα.
Ο άστεγος μέσα μου λοιπόν. Ο μετανάστης.
Ξενωθώμεν του κόσμου τούτου τον νούν εις ουρανόν μεταθέντες.Της μιας νυχτιάς του ουίσκυ κ των φιλιών μιας κοπέλλας.
Ξενωθώμεν του κόσμου τούτου τον νούν εις ουρανόν μεταθέντες.Της μιας νυχτιάς του ουίσκυ κ των φιλιών μιας κοπέλλας.
Συγχαρητήρια brother kuk. Σε σένα που το έγραψες και σε εκείνον που το πρόσεξε. Πρόκειται για κείμενο σπουδαίο και άκρως συγκινητικό. Κυρίως διότι αποσιωπά τη συγκίνηση. Εύγε φίλε μου.
Δημοσίευση σχολίου