<$BlogRSDUrl$>

21.4.04

ΣΧΕΔΟΝ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ. ( IΙ ) 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ: Δημοτικό Βρεφοκομείο.
*
Ποιος ξέρει τι κακάσχημος θα ήμουνα, τι κακαδόφατσα και δε με υιοθετούσε κανείς. Μια μέρα, έρχεται μια γυναίκα- η κυρά Κατίνα- και ζητούσε ένα παιδί που να το λένε Γιώργο. Το ’47 της είχαν σκοτώσει το παιδί της το Γιώργο. Φτωχιά γυναίκα ήταν, με πήρε κοντά της και με μεγάλωσε. Μια ζωή μαύρα φορούσε. Της σκότωσαν το παιδί κι ώσπου ν’ αρχίσει να τα βγάζει της πεθαίνει και η κόρη. Ξανά μαύρα. Ο πρώτος άντρας της δε ζούσε, αλλά είχε παντρευτεί δεύτερη φορά. Τη μέρα που με πήγε σπίτι της, λέει ο άντρας της : «Τι ‘ναι αυτό;» «Το πήρα και το υιοθέτησα» του λέει. «Έλα Παναγία μου», λέει αυτός. «Έφερες ένα μπάσταρδο στο σπίτι, χωρίς να με ρωτήσεις;» «Άμα δε σ’ αρέσει, φύγε», του λέει. Κι έτσι με επέβαλε. Η μόνη επαφή που είχαμε ( με την κυρα-Κατίνα ) για να συνεννοηθούμε, ήταν το ξύλο. Όταν μεγάλωσα και δεν μπορούσε πια να με δείρει, γιατί της κράταγα τα χέρια, μ’ άφηνε και κοιμόμουνα πρώτα. Ύστερα με ξεσκέπαζε σιγά σιγά και μ’ ένα βούρδουλα που είχε μου ‘ριχνε πάνω στον ύπνο μου. Μέχρι που πεταγόμουν και γινόταν Λίβανος στο σπίτι. Έσπαγα καθρέφτες, ντουλάπες. Τώρα την αγαπάω πολύ. Τώρα λέω «Γαμώ το. Έπρεπε να ζούσε, για να τη βλέπω μ' άλλο μάτι». Δεν την έλεγα ποτέ μάνα, δεν την είχα συνηθίσει αυτήν την λέξη. «Καλέ» την έλεγα. Αλλά μες το «Καλέ» υπήρχε μια ευαισθησία. «Καλέ, να πάω εκεί; Έλα καλέ, γιατί δε μ’ αφήνεις να πάω;»

(αύριον η συνέχεια)


buzz it!

 

Comments: Δημοσίευση σχολίου

This page is powered by Blogger. Isn't yours?