24.4.04
ΣΧΕΔΟΝ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ. ( V - δακρύβρεχτο και χάπυ έντ )
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ: Σινέ Ελλάς.
*
Μεγάλωσα στο Μεταξουργείο, μέσα στους πούστηδες, τις πουτάνες και τους κωλομπαράδες. Όλη η αφρόκρεμα της Αθήνας ήταν μαζεμένη εκεί πέρα. Τους κυνηγούσε όλους η κυρα-Κατίνα. Τους πούστηδες με τις πέτρες τους έπαιρνε. Είχανε παρασύρει πάρα πολλά παιδιά. Εμένα δε με παρέσυραν. Εγώ πάντα δούλευα. Μ’ έβαζε η κυρα-Κατίνα, περισσότερο για να μη γυρίζω στους δρόμους και όχι για να βγάζω λεφτά. Προτιμούσε να μ’ έχει σε δουλειά και να μη βγάζω φράγκο όλη τη βδομάδα, παρά να αλητεύω. Σ’ ένα κυτιοποιείο είχα δουλέψει, σε σκαλιστάδικο, σε αγιογράφο, σε γκαζιεροβελόνες. Ο Τζέημς Ντην με πήρε στο λαιμό του. Όταν ήμουνα πιτσιρικάς του έμοιαζα πολύ- όπως λέγανε τα κοριτσάκια. Πέρναγα μια μέρα από την Καρόλου -πήγαινα να πάρω παπούτσια- κι ήταν μια μπουρδελοσχολή θεάτρου εκεί, κοντά στο θέατρο «Βέμπο». Τους πέτυχα όλους σε διάλειμμα και λέω: «Τι γίνεται εδώ πέρα;» «Είναι δραματική σχολή» μου λένε. Λέω: « Από δω βγήκε ο Μπάρκουλης;» Λέει «Ναι». «Α», λέω, « εντάξει δε θα πάρω παπούτσια. Πόσο κάνει η εγγραφή;» «Τριακόσιες δραχμές». «Πάρτες και γράψε με». Ούτε εξετάσεις, ούτε τίποτα. Ήμουνα δεκαοχτώ χρονώ. Μόλις είχα βγάλει το Γυμνάσιο. Είχα ακόμα κάτι υπολείμματα τζεημντηνισμού, είχανε μείνει κάτι ξέφτια. Μια μέρα είδα το Φέρτη στο δρόμο. Του λέω : «Δεν είσαι ο Φέρτης;» «Ναι», μου λέει. Συμπαθέστατο παιδί. Του λέω: «Θέλω να γραφτώ στη σχολή του Κουν». Μου λέει : «Έλα να δώσεις εξετάσεις». Πήγα. Μου λέει ο Κουν : «Δεν ήταν καλό κομμάτι αυτό που έπαιξες, αλλά θα σε πάρω γιατί βλέπω πάνω σου κάτι που μ’ ενδιαφέρει». Όταν έμαθε η μάνα μου ότι πήγαινα εκεί, άρχισε να κλαίει και να φωνάζει.
Σχεδόν είκοσι χρόνια της ζωής του συγγραφέα Γιώργου Διαλεγμένου. Βρήκα την αφήγησή του στις τελευταίες σελίδες του προγράμματος, που έβγαλε η «νέα Σκηνή», για την παράσταση του έργου του «Η νύχτα της κουκουβάγιας». Οι φωτογραφίες είναι από το πρόγραμμα. Στη ζωή του Διαλεγμένου ακολουθούν οι σπουδές του στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και η αποχώρησή του λόγω δύστροπου χαρακτήρα, η γνωριμία του με τον Τσαρούχη, η δικτατορία και η παραμονή στο εξωτερικό, η συμμετοχή του ως ηθοποιού σε ταινίες, το μόντελινγκ ( Elle, Lui, Vogue ), η επιστροφή στην Ελλάδα το 1969, η συγγραφή και η δύσκολη αποδοχή, η ηθοποιία, η επιτυχία, ο γάμος του και το σπίτι στο Αγκίστρι. Τα επόμενα χρόνια, η ιστορία του αποτυπώνεται ( στο πρόγραμμα ) είτε αποσπασματικά είτε με μεμονωμένες προτάσεις. Γιατί βιώνει ο άνθρωπος τη ζωή του σαν αφήγημα ; Και γιατί, όσο μεγαλώνει, η αφήγηση γίνεται δυσκολότερη ;
*
*
Μεγάλωσα στο Μεταξουργείο, μέσα στους πούστηδες, τις πουτάνες και τους κωλομπαράδες. Όλη η αφρόκρεμα της Αθήνας ήταν μαζεμένη εκεί πέρα. Τους κυνηγούσε όλους η κυρα-Κατίνα. Τους πούστηδες με τις πέτρες τους έπαιρνε. Είχανε παρασύρει πάρα πολλά παιδιά. Εμένα δε με παρέσυραν. Εγώ πάντα δούλευα. Μ’ έβαζε η κυρα-Κατίνα, περισσότερο για να μη γυρίζω στους δρόμους και όχι για να βγάζω λεφτά. Προτιμούσε να μ’ έχει σε δουλειά και να μη βγάζω φράγκο όλη τη βδομάδα, παρά να αλητεύω. Σ’ ένα κυτιοποιείο είχα δουλέψει, σε σκαλιστάδικο, σε αγιογράφο, σε γκαζιεροβελόνες. Ο Τζέημς Ντην με πήρε στο λαιμό του. Όταν ήμουνα πιτσιρικάς του έμοιαζα πολύ- όπως λέγανε τα κοριτσάκια. Πέρναγα μια μέρα από την Καρόλου -πήγαινα να πάρω παπούτσια- κι ήταν μια μπουρδελοσχολή θεάτρου εκεί, κοντά στο θέατρο «Βέμπο». Τους πέτυχα όλους σε διάλειμμα και λέω: «Τι γίνεται εδώ πέρα;» «Είναι δραματική σχολή» μου λένε. Λέω: « Από δω βγήκε ο Μπάρκουλης;» Λέει «Ναι». «Α», λέω, « εντάξει δε θα πάρω παπούτσια. Πόσο κάνει η εγγραφή;» «Τριακόσιες δραχμές». «Πάρτες και γράψε με». Ούτε εξετάσεις, ούτε τίποτα. Ήμουνα δεκαοχτώ χρονώ. Μόλις είχα βγάλει το Γυμνάσιο. Είχα ακόμα κάτι υπολείμματα τζεημντηνισμού, είχανε μείνει κάτι ξέφτια. Μια μέρα είδα το Φέρτη στο δρόμο. Του λέω : «Δεν είσαι ο Φέρτης;» «Ναι», μου λέει. Συμπαθέστατο παιδί. Του λέω: «Θέλω να γραφτώ στη σχολή του Κουν». Μου λέει : «Έλα να δώσεις εξετάσεις». Πήγα. Μου λέει ο Κουν : «Δεν ήταν καλό κομμάτι αυτό που έπαιξες, αλλά θα σε πάρω γιατί βλέπω πάνω σου κάτι που μ’ ενδιαφέρει». Όταν έμαθε η μάνα μου ότι πήγαινα εκεί, άρχισε να κλαίει και να φωνάζει.
( ΤΕΛΟΣ )
Σχεδόν είκοσι χρόνια της ζωής του συγγραφέα Γιώργου Διαλεγμένου. Βρήκα την αφήγησή του στις τελευταίες σελίδες του προγράμματος, που έβγαλε η «νέα Σκηνή», για την παράσταση του έργου του «Η νύχτα της κουκουβάγιας». Οι φωτογραφίες είναι από το πρόγραμμα. Στη ζωή του Διαλεγμένου ακολουθούν οι σπουδές του στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και η αποχώρησή του λόγω δύστροπου χαρακτήρα, η γνωριμία του με τον Τσαρούχη, η δικτατορία και η παραμονή στο εξωτερικό, η συμμετοχή του ως ηθοποιού σε ταινίες, το μόντελινγκ ( Elle, Lui, Vogue ), η επιστροφή στην Ελλάδα το 1969, η συγγραφή και η δύσκολη αποδοχή, η ηθοποιία, η επιτυχία, ο γάμος του και το σπίτι στο Αγκίστρι. Τα επόμενα χρόνια, η ιστορία του αποτυπώνεται ( στο πρόγραμμα ) είτε αποσπασματικά είτε με μεμονωμένες προτάσεις. Γιατί βιώνει ο άνθρωπος τη ζωή του σαν αφήγημα ; Και γιατί, όσο μεγαλώνει, η αφήγηση γίνεται δυσκολότερη ;
*
Comments:
Δημοσίευση σχολίου