10.10.05
plus ca change
Ξεβαρέθηκα και συνεχίζω την αντιγραφή του μεταφρασθέντος πονήματος του Decimus Junius Juvenalis (γνωστού στα μέρη μας ως Ιουβενάλη). Ιδού η συνέχεια των λόγων που ωθούν τον Ουμβρίκιο (τον φαντάζομαι γεροντοπαλλήκαρο), το 120μΧ (εξήντα χρόνια μετά τη μεγάλη πυρκαγιά· θυμάσαι; επί Νέρωνος), να την κάνει από τη Ρώμη:
Εξάλλου εδώ δεν είναι μέρος για φτωχούς. Δίχως λεφτά δεν έχεις κύρος·
αν έχεις το εισόδημα μετράς· σαφώς δεν είναι θέμα χαρακτήρος.
Νεόπλουτοι, πρώην μονομάχοι και πορνοβοσκοί, νυν γαλαντόμοι,
αυτοί είναι οι σταρ της εποχής, παντού αλλά κατεξοχήν εδώ, στη Ρώμη.
Εδώ οι πάντες ντύνονται ακριβά, όλοι το παίζουνε ωραίες και ωραίοι-
ας είμαι εγώ ντυμένος στα σινιέ και άσε να μαζεύονται τα χρέη.
Δανείζονται και σπαταλούν, και σπαταλούν για να τους σέβονται οι άλλοι·
το αντίδοτο στη φτώχεια είναι απλό – και ονομάζεται, απλούστατα σπατάλη.
Κι ύστερα, ποια ποιότητα ζωής μπορεί να σου προσφέρει μία πόλη,
όπου τα σπίτια είναι άθλια και σαθρά, και ως εκ τούτου κινδυνεύουμε όλοι;
Και το χειρότερο απ όλα οι πυρκαγιές. Δρόμοι στενοί, κίνηση, παραζάλη,
και ιδού και η συνήθης πυρκαγιά, ιδού η μάστιγά μας η μεγάλη.
Χτυπάει δαιμονικά συναγερμός, βλέπεις ανθρώπους έντρομους, τρεχάτους,
Αν μένουν στο ισόγειο δηλαδή –γιατί οι άλλοι στα ψηλά, βοήθειά τους...
Είχα ένα γνωστό, φτωχό παιδί, κυριολεκτικά κοιμόταν στα σανίδια·
προχθές το σπίτι του άρπαξε φωτιά –στάχτη τα πάντα και αποκαΐδια.
Μα, θα μου πεις, η πυρκαγιά καίει και σπίτια πλούσια, μεγάλα·
Α, ναι, αλλά με μια διαφορά: οι πλούσιοι μπορούν και χτίζουν άλλα.
Κι άντε, καλά, αν υποθέσουμε ότι το σπίτι όπου μένεις σου ανήκει·
αλλά, για πες μου σε παρακαλώ, τι γίνεται όταν πληρώνεις νοίκι;
Οι ιδιοκτήτες τρελαθήκανε, σε σφάζουν φανερά και με το νόμο-
αύξηση, λέει, πενήντα τα εκατό, κι άμα δε δώσεις σε πετάει στο δρόμο.
Εγώ που λες, δεν πλήρωσα χρυσή τη γκαρσονιέρα αυτή στο Κολοσσαίο;
Σπίτι θ’ αγόραζα με τόσα χρήματα αλλού –άκου με που σου λέω.
Αφήνω δε που λόγω ηχορύπανσης κανείς εδώ δε βρίσκει ησυχία·
το έχω πει και θα το πω ξανά: κέντρο της Ρώμης ίσον αϋπνία.
Δρόμοι στενοί και πολυσύχναστοι από πεζούς και άμαξες γεμάτοι,
κίνηση πάνω κάτω και φωνές –αδύνατο να κλείσεις μάτι.
Και βέβαια, μονίμως μποτιλιάρισμα· και πώς ο δόλιος να κυκλοφορήσω
μέσα σε κοσμοθάλασσα που σπρώχνει από μπρος και από πίσω;
Εδώ για να κινείσαι άνετα πρέπει να είσαι ένα από τα τρία:
πολιτικός, επίσημος, λεφτάς –και σου ανοίγει δρόμο η συνοδεία.
Συνεδριάζει η Σύγκλητος, ο κύριος τάδε δεν μπορεί να περιμένει·
Περνά ο κύριος συγκλητικός –κι εμείς οι άλλοι μποτιλιαρισμένοι.
Και επειδή στη Ρώμη αυξήθηκε υπέρμετρα το προλεταριάτο,
Τα φορτηγά κι οι άμαξες φροντίζουν να μας παίρνουν από κάτω.
Έτσι περνούν οι μέρες μας εδώ, με κίνδυνο, με άγχος και φοβέρα·
και όσο για ζωή νυχτερινή – η νύχτα είναι χειρότερη απ’ τη μέρα.
Κυκλοφορείς νυχτιάτικα; Την έβαψες. Κάθε γωνιά και δέκα λωποδύτες,
κάθε σοκάκι και μεθύστακας, ανώμαλοι, κλεφτρόνια και αλήτες.
Από αστυνόμευση, σκατά. Αμπέλι ξέφραγο τα σπίτια μας τις νύχτες·
δεν ωφελούν αμπάρες και κλειδιά, είναι συνέχεια μέσα οι διαρρήχτες.
Ιδού, λοιπόν, τα χάλια μας, ιδού η δοξασμένη Ρώμη των Καισάρων·
Δεν την αντέχω. Φίλε μου σε χαιρετώ, και φεύγω άρον άρον.
*
Ο καθηγητής Θ. Παπαγγελής μετάφρασε τα αποσπάσματα του ποιήματος με, όπως φαίνεται, τρελό κέφι. Τι έχει αλλάξει από τότε ως σήμερα, αφού το βίωμα της ζωής στην πόλη είναι μέσες άκρες το ίδιο; Το βασικότερο είναι, μου φαίνεται, ο εκδημοκρατισμός των παραπόνων, της κριτικής. Ζούμε στη δημοκρατία της πανταχού παρούσας γκρίνιας φίλε μου. Τα αποσπάσματα του ποιήματος ήταν από το βιβλίο «η Ρώμη και ο κόσμος της», έκδοση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Έκανα κάποιες αλλαγές: χώρισα τους στίχους σε τετράστιχα, για να διαβάζονται πιο άνετα, και αφαίρεσα μερικά εισαγωγικά, τα οποία δεν θα πρέπει να υπήρχαν στο πρωτότυπο και, εμένα τουλάχιστον, με χαλάνε. Πχ στο «τα πιάσανε χοντρά» αφαίρεσα τα εισαγωγικά κι έγινε: τα πιάσανε χοντρά. Το βιβλίο στο σύνολο του δεν με ενθουσίασε. Το πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο ήταν νομίζω εκείνο που μιλούσε για το πως έβλεπαν οι Ρωμαίοι τους Έλληνες. Όμως τέτοια βιβλία κρίνονται κυρίως μέσα στην τάξη, την ώρα της διδασκαλίας.
*
Α! Να μην ξεχάσω να σου μεταφέρω την ατάκα ενός σύγχρονου δημόσιου γκρινιάρη:
*
ΥΓ. (11/10/2005) Ο QarcQ, που βρίσκεται κι αυτός στο μικρό προσωπικό μου Πάνθεον, συμπληρώνει τον Ιουβενάλη, αλλάζοντάς του το μέτρο:
Και έτσι αποχαιρέτησε τον παιδικό του φίλο,
ανέβασε στην άμαξα το γέρικό του σκύλο
και πήρε δρόμο, αφού κανείς δεν του άλλαξε τη γνώμη,
μα όλοι οι δρόμοι Ουμβρίκιε, πια, οδηγούν…
*
Εξάλλου εδώ δεν είναι μέρος για φτωχούς. Δίχως λεφτά δεν έχεις κύρος·
αν έχεις το εισόδημα μετράς· σαφώς δεν είναι θέμα χαρακτήρος.
Νεόπλουτοι, πρώην μονομάχοι και πορνοβοσκοί, νυν γαλαντόμοι,
αυτοί είναι οι σταρ της εποχής, παντού αλλά κατεξοχήν εδώ, στη Ρώμη.
Εδώ οι πάντες ντύνονται ακριβά, όλοι το παίζουνε ωραίες και ωραίοι-
ας είμαι εγώ ντυμένος στα σινιέ και άσε να μαζεύονται τα χρέη.
Δανείζονται και σπαταλούν, και σπαταλούν για να τους σέβονται οι άλλοι·
το αντίδοτο στη φτώχεια είναι απλό – και ονομάζεται, απλούστατα σπατάλη.
Κι ύστερα, ποια ποιότητα ζωής μπορεί να σου προσφέρει μία πόλη,
όπου τα σπίτια είναι άθλια και σαθρά, και ως εκ τούτου κινδυνεύουμε όλοι;
Και το χειρότερο απ όλα οι πυρκαγιές. Δρόμοι στενοί, κίνηση, παραζάλη,
και ιδού και η συνήθης πυρκαγιά, ιδού η μάστιγά μας η μεγάλη.
Χτυπάει δαιμονικά συναγερμός, βλέπεις ανθρώπους έντρομους, τρεχάτους,
Αν μένουν στο ισόγειο δηλαδή –γιατί οι άλλοι στα ψηλά, βοήθειά τους...
Είχα ένα γνωστό, φτωχό παιδί, κυριολεκτικά κοιμόταν στα σανίδια·
προχθές το σπίτι του άρπαξε φωτιά –στάχτη τα πάντα και αποκαΐδια.
Μα, θα μου πεις, η πυρκαγιά καίει και σπίτια πλούσια, μεγάλα·
Α, ναι, αλλά με μια διαφορά: οι πλούσιοι μπορούν και χτίζουν άλλα.
Κι άντε, καλά, αν υποθέσουμε ότι το σπίτι όπου μένεις σου ανήκει·
αλλά, για πες μου σε παρακαλώ, τι γίνεται όταν πληρώνεις νοίκι;
Οι ιδιοκτήτες τρελαθήκανε, σε σφάζουν φανερά και με το νόμο-
αύξηση, λέει, πενήντα τα εκατό, κι άμα δε δώσεις σε πετάει στο δρόμο.
Εγώ που λες, δεν πλήρωσα χρυσή τη γκαρσονιέρα αυτή στο Κολοσσαίο;
Σπίτι θ’ αγόραζα με τόσα χρήματα αλλού –άκου με που σου λέω.
Αφήνω δε που λόγω ηχορύπανσης κανείς εδώ δε βρίσκει ησυχία·
το έχω πει και θα το πω ξανά: κέντρο της Ρώμης ίσον αϋπνία.
Δρόμοι στενοί και πολυσύχναστοι από πεζούς και άμαξες γεμάτοι,
κίνηση πάνω κάτω και φωνές –αδύνατο να κλείσεις μάτι.
Και βέβαια, μονίμως μποτιλιάρισμα· και πώς ο δόλιος να κυκλοφορήσω
μέσα σε κοσμοθάλασσα που σπρώχνει από μπρος και από πίσω;
Εδώ για να κινείσαι άνετα πρέπει να είσαι ένα από τα τρία:
πολιτικός, επίσημος, λεφτάς –και σου ανοίγει δρόμο η συνοδεία.
Συνεδριάζει η Σύγκλητος, ο κύριος τάδε δεν μπορεί να περιμένει·
Περνά ο κύριος συγκλητικός –κι εμείς οι άλλοι μποτιλιαρισμένοι.
Και επειδή στη Ρώμη αυξήθηκε υπέρμετρα το προλεταριάτο,
Τα φορτηγά κι οι άμαξες φροντίζουν να μας παίρνουν από κάτω.
Έτσι περνούν οι μέρες μας εδώ, με κίνδυνο, με άγχος και φοβέρα·
και όσο για ζωή νυχτερινή – η νύχτα είναι χειρότερη απ’ τη μέρα.
Κυκλοφορείς νυχτιάτικα; Την έβαψες. Κάθε γωνιά και δέκα λωποδύτες,
κάθε σοκάκι και μεθύστακας, ανώμαλοι, κλεφτρόνια και αλήτες.
Από αστυνόμευση, σκατά. Αμπέλι ξέφραγο τα σπίτια μας τις νύχτες·
δεν ωφελούν αμπάρες και κλειδιά, είναι συνέχεια μέσα οι διαρρήχτες.
Ιδού, λοιπόν, τα χάλια μας, ιδού η δοξασμένη Ρώμη των Καισάρων·
Δεν την αντέχω. Φίλε μου σε χαιρετώ, και φεύγω άρον άρον.
*
Ο καθηγητής Θ. Παπαγγελής μετάφρασε τα αποσπάσματα του ποιήματος με, όπως φαίνεται, τρελό κέφι. Τι έχει αλλάξει από τότε ως σήμερα, αφού το βίωμα της ζωής στην πόλη είναι μέσες άκρες το ίδιο; Το βασικότερο είναι, μου φαίνεται, ο εκδημοκρατισμός των παραπόνων, της κριτικής. Ζούμε στη δημοκρατία της πανταχού παρούσας γκρίνιας φίλε μου. Τα αποσπάσματα του ποιήματος ήταν από το βιβλίο «η Ρώμη και ο κόσμος της», έκδοση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Έκανα κάποιες αλλαγές: χώρισα τους στίχους σε τετράστιχα, για να διαβάζονται πιο άνετα, και αφαίρεσα μερικά εισαγωγικά, τα οποία δεν θα πρέπει να υπήρχαν στο πρωτότυπο και, εμένα τουλάχιστον, με χαλάνε. Πχ στο «τα πιάσανε χοντρά» αφαίρεσα τα εισαγωγικά κι έγινε: τα πιάσανε χοντρά. Το βιβλίο στο σύνολο του δεν με ενθουσίασε. Το πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο ήταν νομίζω εκείνο που μιλούσε για το πως έβλεπαν οι Ρωμαίοι τους Έλληνες. Όμως τέτοια βιβλία κρίνονται κυρίως μέσα στην τάξη, την ώρα της διδασκαλίας.
*
Α! Να μην ξεχάσω να σου μεταφέρω την ατάκα ενός σύγχρονου δημόσιου γκρινιάρη:
"ζούμε σε κορυφαία περίοδο, γύρω μας υπάρχουν μόνο κατηφόρες."από το επταήμερο του Διόδωρου, στο Βήμα της Κυριακής 2/10.
*
ΥΓ. (11/10/2005) Ο QarcQ, που βρίσκεται κι αυτός στο μικρό προσωπικό μου Πάνθεον, συμπληρώνει τον Ιουβενάλη, αλλάζοντάς του το μέτρο:
Και έτσι αποχαιρέτησε τον παιδικό του φίλο,
ανέβασε στην άμαξα το γέρικό του σκύλο
και πήρε δρόμο, αφού κανείς δεν του άλλαξε τη γνώμη,
μα όλοι οι δρόμοι Ουμβρίκιε, πια, οδηγούν…
*
Comments:
Και έτσι αποχαιρέτησε τον παιδικό του φίλο,
ανέβασε στην άμαξα το γέρικό του σκύλο
και πήρε δρόμο, αφού κανείς δεν του άλλαξε τη γνώμη,
μα όλοι οι δρόμοι Ουμβρίκιε, πια, οδηγούν…
ανέβασε στην άμαξα το γέρικό του σκύλο
και πήρε δρόμο, αφού κανείς δεν του άλλαξε τη γνώμη,
μα όλοι οι δρόμοι Ουμβρίκιε, πια, οδηγούν…
Θ.Τρ.: ο Κουκουζέλης στη Ρώμη· πλάκα θα είχε.
*
B.r. : ...πλυ σε λα μεμ σοζ.
*
QarcQ : ελπίζω να μην σε πειράζει που σε ανέβασα πάνω.
*
Δημοσίευση σχολίου
*
B.r. : ...πλυ σε λα μεμ σοζ.
*
QarcQ : ελπίζω να μην σε πειράζει που σε ανέβασα πάνω.
*