31.1.08
karaoke queens
Ξεκίνησα από τη Sophia (αλλά πώς βρέθηκα εκεί δεν θυμάμαι). Απο εκεί chez Sanada choir. Τα υπόλοιπα ήταν απλά.
Sanada choir - Agoraki / video by comicdrums
Sanada Choir - Down in the River to Pray / video by comicdrums
*
Κάτι μου λέει ότι γι αυτή τη Σοφία γράφει η evee.
*
(8) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Sanada choir - Agoraki / video by comicdrums
Sanada Choir - Down in the River to Pray / video by comicdrums
*
Κάτι μου λέει ότι γι αυτή τη Σοφία γράφει η evee.
*
30.1.08
Κυρ Μανουήλ.
Πρίν δύο χρόνια περίπου ο φίλος μου ο Συμεών έγραφε:
*
Και "ο ήρως" άνοιξε μπλογκ. Τι χαρά!
*
(3) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Τον Μάρτιο του 1986 υπηρετούσα στην Τρίτη Μοίρα της Αεροπορίας, στην Τρίπολη.η συνέχεια.
Παγερό βράδυ Σαββάτου, αναφορά, ο διοικητής μετά τα καθιερωμένα λέει ότι αύριο Κυριακή, πρέπει 20 σμηνίτες να εκκλησιαστούν στον ναό του αγίου τάδε ο οποίος έχει την ονομαστική του εορτή. «Ποιοι θα πάνε;», ερωτά. Σηκώνονται 5 χέρια.
«Άλλοι;», ερωτά κραυγάζοντας. Σιωπή. Αρχίζει να ωρύεται, «δεν είστε Χριστιανοί εσείς, κλπ, κλπ». Εγώ, τελευταίος στη γραμμή, παρέα μ’ έναν δευτεροκλασάτο ποδοσφαιριστή του Πανσερραϊκού, ονόματι Παππάς, παρακαλούσα να τελειώσει το μαρτύριο και να πάω στο θάλαμο να ξεραθώ. Ξαφνικά όμως ακούγεται φωνή από το πλήθος.
*
Και "ο ήρως" άνοιξε μπλογκ. Τι χαρά!
*
Σημείωση 851η
Ξεφυλλίζοντας τα "Μελετήματα" του Μ. Ζ. Κοπιδάκη, στο σημείο όπου σημειώνει ότι "ο Σιμωνίδης ο Κείος ισχυριζόταν ότι η ποίηση είναι ζωγραφία φθεγγομένη και η ζωγραφική ποίηση σιγώσα" (σελ. 377), πέφτω πάνω στους στίχους του Σεφέρη:
Διαπιστώνει ο Κοπιδάκης:
*
Τι άλλο χρειάζεται κανείς για να φτιάξει η μέρα του; Μέσα σε τρεις-τέσσερις προτάσεις τρεις άνθρωποι που μ' αρέσουν!
*
(2) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Ταύροι και άλογα μ' ορθάνοιχτο στόμα
και γλώσσα ξαφνικό πουνιάλο.
Διαπιστώνει ο Κοπιδάκης:
Στους στίχους [...] γίνεται μια συγκεκαλυμμένη αναφορά στην "Γκουέρνικα" του Πικάσο.και συνεχίζει:
Αξίζει να σταθούμε σε μια λεπτομέρεια. Με τη λέξη "πουνιάλο" παρεισάγεται στην άγρια σκηνή ένα επίσης αιματοβαμμένο χωρίο από τον Ερωτόκριτο [...][Πουνιάλια: Πουνιάλο είναι το εγχειρίδιο, το μαχαίρι, το στιλέτο.]
κι αράσσουν κι αγκαλιάζονται κρατώντας τα πουνιάλια
επιάσαν τα κοντ' άρματα κι εφήκαν τα μεγάλα.
*
Τι άλλο χρειάζεται κανείς για να φτιάξει η μέρα του; Μέσα σε τρεις-τέσσερις προτάσεις τρεις άνθρωποι που μ' αρέσουν!
*
24.1.08
Series Of Concentric Circles Emanating From Glowing Red Dot
(11) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
23.1.08
Η επικαιρότητα τρέχει.
ή ο εκδημοκρατισμός της γκρίνιας.
Ο ποιητής Decimus Junius Juvenalis (1-2ος αιώνας μ.Χ., γνωστός στα μέρη μας ως Ιουβενάλης) το έγραψε πριν 19 αιώνες στα λατινικά. Ο καθηγητής Θ. Παπαγγελής μετάφρασε με, όπως φαίνεται, τρελό κέφι. Το είχα αντιγράψει πριν δύο χρόνια, περίπου, σε δύο συνέχειες: Εδώ κι εδώ. Σήμερα όλο μαζί. Τους πάω πάρα πολύ αυτούς τους Ρωμαίους (και τον Αστερίξ βεβαίως.)
*
Και η ωραία προσθήκη, για τέλος, του qarcq:
*
Από το βιβλίο του Θόδωρου Παπαγγελή «H Ρώμη και ο κόσμος της», έκδοση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Έκανα κάποιες αλλαγές: χώρισα τους στίχους σε τετράστιχα, για να διαβάζονται πιο άνετα, και αφαίρεσα μερικά εισαγωγικά, τα οποία δεν θα πρέπει να υπήρχαν στο πρωτότυπο και, εμένα τουλάχιστον, με χαλάνε. Πχ στο «τα πιάσανε χοντρά» αφαίρεσα τα εισαγωγικά κι έγινε: τα πιάσανε χοντρά.
*
(4) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Ο ποιητής Decimus Junius Juvenalis (1-2ος αιώνας μ.Χ., γνωστός στα μέρη μας ως Ιουβενάλης) το έγραψε πριν 19 αιώνες στα λατινικά. Ο καθηγητής Θ. Παπαγγελής μετάφρασε με, όπως φαίνεται, τρελό κέφι. Το είχα αντιγράψει πριν δύο χρόνια, περίπου, σε δύο συνέχειες: Εδώ κι εδώ. Σήμερα όλο μαζί. Τους πάω πάρα πολύ αυτούς τους Ρωμαίους (και τον Αστερίξ βεβαίως.)
Φεύγει απ τη Ρώμη ο φίλος μου ο Ουμβρίκιος, κι έχω μεγάλη στενοχώρια·
στην πόλη ετούτη μεγαλώσαμε μαζί, τώρα θα ζούμε χώρια.
Όλα τα υπάρχοντα του σε μιαν άμαξα· ο αμαξάς μπροστά οι δυο μας πίσω,
στης πόλης φτάσαμε την έξοδο –πήγα ως εκεί να τον ξεπροβοδίσω.
«Το αποφάσισα» μου είπε «φίλε μου. Για μένα δεν υπάρχει τίποτε στη Ρώμη·
θ’ αράξω κάπου πριν να γίνω χούφταλο κι όσο τα πόδια μου κρατούν ακόμη.
Δεν έχω τ’ απαιτούμενα στην πόλη αυτή, δεν έχω τις κατάλληλες συνήθειες·
εδώ είναι τόπος για επιτήδειους, για τα λαμόγια και για τις προμήθειες.
Δεν κάνω για παρατρεχάμενος των ισχυρών, η γλώσσα μου δεν ξέρει κολακείες,
δεν έμαθα να κάνω τον χαφιέ, να κάνω ελιγμούς, να κρύβω ατιμίες.
Δεν έμαθα να συγχρωτίζομαι με πρόσωπα που έκαναν καριέρα στην απάτη
και τώρα που τα πιάσανε χοντρά, το παίζουν κύριοι και ζούνε σε παλάτι.
Τους δήθεν δεν τους πάω γενικώς –κυρίως όσους έχουνε πρεμούρα
να δείξουν ότι είναι συγγραφείς κι ότι συμβάλλουν στη λεγόμενη κουλτούρα.
Μαζί τους ήμουν πάντοτε ωμός (και πάντοτε σοκάρονται οι τύποι) -
«Χάλια το τελευταίο σου διήγημα· αντίτυπο και αφιέρωση να λείπει!»
Και να σου πω και το άλλο μέγα πρόβλημα; Αισθάνομαι πως δεν μπορώ να μείνω
σε μία πόλη που αλώθηκε από την άτιμη τη ράτσα των Ελλήνων.
Η Ρώμη, φίλε μου, είναι ελληνική. Κατάλαβέ το μας την έχουν πέσει·
κατάληψη και εισβολή κανονική –για μας εδώ δεν έχει πλέον θέση.
Σαμιώτες, Αθηναίοι, Μεγαρείς, Μικρασιάτες –άνοιξαν οι δρόμοι,
αδειάσαν την Ελλάδα οι Γραικοί και γέμισαν αντίστοιχα τη Ρώμη.
Πιάσαν τις πάνω και τις κάτω γειτονιές, απλώθηκαν σε κάθε συνοικία,
Μπήκαν στα σπίτια μας, μας πήραν τις δουλειές, μας έκαναν δική τους αποικία.
Πρώτοι στην πάρλα, αετονύχηδες, δεν έχουν μπέσα, «είπα ξείπα»·
σε όλα μέσα, σε πουλάν και σ’ αγοράζουνε –και γενικά δεν έχουν τσίπα.
Πολυτεχνίτες στο επάγγελμα –προφέσορες, γκουρού και αστρολόγοι.
Κομπογιαννίτες και γιατροί, μέντιουμ, ακροβάτες, γυρολόγοι.
Όλα τα ξέρει, όλα τα μπορεί ο άφραγκος Γραικύλος που πεινάει·
Πες του, αν μπορεί, να πάει στον ουρανό –σε βεβαιώ στον ουρανό θα πάει.
Ψευδολογούν ασύστολα, παρουσιάζουν όπως θέλουνε το θέμα·
Εμείς, αντίθετα, δεν πείθουμε –μόνο σε στόμα ελληνικό το ψέμα είναι ψέμα.
Παίζουνε θέατρο παντού· το θέατρο είναι άλλωστε, εύρημα των Ελλήνων·
για μένα φίλε, είναι προφανές: η Ελλάδα είναι χώρα θεατρίνων.
Δεν κάθομαι με τίποτα εδώ. Το πήρα απόφαση και δεν αλλάζω πλάνο·
μέσα σ’ αυτό το ελληναριό, εγώ ο Ουμβρίκιος στη Ρώμη τι να κάνω;
Εξάλλου εδώ δεν είναι μέρος για φτωχούς. Δίχως λεφτά δεν έχεις κύρος·
αν έχεις το εισόδημα μετράς· σαφώς δεν είναι θέμα χαρακτήρος.
Νεόπλουτοι, πρώην μονομάχοι και πορνοβοσκοί, νυν γαλαντόμοι,
αυτοί είναι οι σταρ της εποχής, παντού αλλά κατεξοχήν εδώ, στη Ρώμη.
Εδώ οι πάντες ντύνονται ακριβά, όλοι το παίζουνε ωραίες και ωραίοι-
ας είμαι εγώ ντυμένος στα σινιέ και άσε να μαζεύονται τα χρέη.
Δανείζονται και σπαταλούν, και σπαταλούν για να τους σέβονται οι άλλοι·
το αντίδοτο στη φτώχεια είναι απλό – και ονομάζεται, απλούστατα σπατάλη.
Κι ύστερα, ποια ποιότητα ζωής μπορεί να σου προσφέρει μία πόλη,
όπου τα σπίτια είναι άθλια και σαθρά, και ως εκ τούτου κινδυνεύουμε όλοι;
Και το χειρότερο απ όλα οι πυρκαγιές. Δρόμοι στενοί, κίνηση, παραζάλη,
και ιδού και η συνήθης πυρκαγιά, ιδού η μάστιγά μας η μεγάλη.
Χτυπάει δαιμονικά συναγερμός, βλέπεις ανθρώπους έντρομους, τρεχάτους,
Αν μένουν στο ισόγειο δηλαδή –γιατί οι άλλοι στα ψηλά, βοήθειά τους...
Είχα ένα γνωστό, φτωχό παιδί, κυριολεκτικά κοιμόταν στα σανίδια·
προχθές το σπίτι του άρπαξε φωτιά –στάχτη τα πάντα και αποκαΐδια.
Μα, θα μου πεις, η πυρκαγιά καίει και σπίτια πλούσια, μεγάλα·
Α, ναι, αλλά με μια διαφορά: οι πλούσιοι μπορούν και χτίζουν άλλα.
Κι άντε, καλά, αν υποθέσουμε ότι το σπίτι όπου μένεις σου ανήκει·
αλλά, για πες μου σε παρακαλώ, τι γίνεται όταν πληρώνεις νοίκι;
Οι ιδιοκτήτες τρελαθήκανε, σε σφάζουν φανερά και με το νόμο-
αύξηση, λέει, πενήντα τα εκατό, κι άμα δε δώσεις σε πετάει στο δρόμο.
Εγώ που λες, δεν πλήρωσα χρυσή τη γκαρσονιέρα αυτή στο Κολοσσαίο;
Σπίτι θ’ αγόραζα με τόσα χρήματα αλλού –άκου με που σου λέω.
Αφήνω δε που λόγω ηχορύπανσης κανείς εδώ δε βρίσκει ησυχία·
το έχω πει και θα το πω ξανά: κέντρο της Ρώμης ίσον αϋπνία.
Δρόμοι στενοί και πολυσύχναστοι από πεζούς και άμαξες γεμάτοι,
κίνηση πάνω κάτω και φωνές –αδύνατο να κλείσεις μάτι.
Και βέβαια, μονίμως μποτιλιάρισμα· και πώς ο δόλιος να κυκλοφορήσω
μέσα σε κοσμοθάλασσα που σπρώχνει από μπρος και από πίσω;
Εδώ για να κινείσαι άνετα πρέπει να είσαι ένα από τα τρία:
πολιτικός, επίσημος, λεφτάς –και σου ανοίγει δρόμο η συνοδεία.
Συνεδριάζει η Σύγκλητος, ο κύριος τάδε δεν μπορεί να περιμένει·
Περνά ο κύριος συγκλητικός –κι εμείς οι άλλοι μποτιλιαρισμένοι.
Και επειδή στη Ρώμη αυξήθηκε υπέρμετρα το προλεταριάτο,
Τα φορτηγά κι οι άμαξες φροντίζουν να μας παίρνουν από κάτω.
Έτσι περνούν οι μέρες μας εδώ, με κίνδυνο, με άγχος και φοβέρα·
και όσο για ζωή νυχτερινή – η νύχτα είναι χειρότερη απ’ τη μέρα.
Κυκλοφορείς νυχτιάτικα; Την έβαψες. Κάθε γωνιά και δέκα λωποδύτες,
κάθε σοκάκι και μεθύστακας, ανώμαλοι, κλεφτρόνια και αλήτες.
Από αστυνόμευση, σκατά. Αμπέλι ξέφραγο τα σπίτια μας τις νύχτες·
δεν ωφελούν αμπάρες και κλειδιά, είναι συνέχεια μέσα οι διαρρήχτες.
Ιδού, λοιπόν, τα χάλια μας, ιδού η δοξασμένη Ρώμη των Καισάρων·
Δεν την αντέχω. Φίλε μου σε χαιρετώ, και φεύγω άρον άρον.
*
Και η ωραία προσθήκη, για τέλος, του qarcq:
Και έτσι αποχαιρέτησε τον παιδικό του φίλο,
ανέβασε στην άμαξα το γέρικό του σκύλο
και πήρε δρόμο, αφού κανείς δεν του άλλαξε τη γνώμη,
μα όλοι οι δρόμοι Ουμβρίκιε, πια, οδηγούν…
*
Από το βιβλίο του Θόδωρου Παπαγγελή «H Ρώμη και ο κόσμος της», έκδοση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Έκανα κάποιες αλλαγές: χώρισα τους στίχους σε τετράστιχα, για να διαβάζονται πιο άνετα, και αφαίρεσα μερικά εισαγωγικά, τα οποία δεν θα πρέπει να υπήρχαν στο πρωτότυπο και, εμένα τουλάχιστον, με χαλάνε. Πχ στο «τα πιάσανε χοντρά» αφαίρεσα τα εισαγωγικά κι έγινε: τα πιάσανε χοντρά.
*
260 (288)
*
I'm Nobody! Who are you?
Are you - Nobody - too?
Then there's a pair of us!
Don't tell! they'd advertise - you know!
How dreary - to be - Somebody!
How public - like a Frog -
To tell one's name - the livelong June -
To an admiring Bog!
*
Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση της Magica de Spell.
Στα θεωρητικά όμως, συμφωνώ με την Ραγιουέλα.
ΥΓ. Το ποίημα έχει μεταφραστεί πρόσφατα στα ελληνικά αλλά, τι να πω, δεν είναι το ποίημα που διάβασα στα αγγλικά. Όποιος ενδιαφέρεται, με ένα λεξικάκι βγάζει εύκολα νόημα από το πρωτότυπο.
Ωραία είναι αυτά τα παιχνίδια, αρκεί να γίνονται μια φορά κάθε δυο χρόνια.
(7) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
I'm Nobody! Who are you?
Are you - Nobody - too?
Then there's a pair of us!
Don't tell! they'd advertise - you know!
How dreary - to be - Somebody!
How public - like a Frog -
To tell one's name - the livelong June -
To an admiring Bog!
-Emily Dickinson (~1861)
*
Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση της Magica de Spell.
Στα θεωρητικά όμως, συμφωνώ με την Ραγιουέλα.
ΥΓ. Το ποίημα έχει μεταφραστεί πρόσφατα στα ελληνικά αλλά, τι να πω, δεν είναι το ποίημα που διάβασα στα αγγλικά. Όποιος ενδιαφέρεται, με ένα λεξικάκι βγάζει εύκολα νόημα από το πρωτότυπο.
Ωραία είναι αυτά τα παιχνίδια, αρκεί να γίνονται μια φορά κάθε δυο χρόνια.
15.1.08
Εγωισμός.
"Είναι η μέρα σου σήμερα. Με πήρε ο Π. τηλέφωνο. Σχεδόν δεν μπορεί να μιλήσει. Πεθαίνω μου είπε. Δεν μιλούσε καθαρά. Δεν ξέρω τι έχει πάρει. Μπορεί να έχει πάρει και ταβόρ. Τον έπεισα να αφήσει την πόρτα του μισάνοιχτη. Ο γιατρός δεν μπορεί να πάει, εγώ δεν μπορώ να αφήσω το παιδί..."
Οδηγώ και τον φαντάζομαι σωριασμένο στο πάτωμα, πνιγμένο στον εμετό του. Είμαι έτοιμος για όλα, δεν με νοιάζει τίποτα. Ο Π. μένει στο ισόγειο. Έχει πράγματι αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη. Μια φωτεινή λουρίδα φαίνεται από το τζάμι της εισόδου της πολυκατοικίας. Αλλά η πόρτα της εισόδου είναι κλειδωμένη. Χτυπάω, ξαναχτυπάω το κουδούνι. Η φωτεινή λουρίδα αμετάβλητη. Τώρα μάλιστα! Τηλέφωνο στο 166. Με παραπέμπουν στο 100. Αν χρειαστεί να παραβιαστεί η πόρτα, η παρουσία της αστυνομίας κρίνεται απαραίτητη. 100. Ζητούν πλήρη στοιχεία. Πιθανή απόπειρα αυτοκτονίας, το και το, δεν ξέρω περισσότερα. "Έρχεται περιπολικό εντός ολίγου, περιμένετε".
Περιμένω. Το διπλανό σουβλατζίδικο κλείνει εκείνη την ώρα. Οι εργαζόμενοι με κοιτάζουν καλά καλά. Το περιπολικό φτάνει λίγο αργότερα. Τρία παιδάκια κι ένας μεγαλύτερος. Τους εξηγώ τι φοβάμαι. Ανάβουν τους μακρόστενους φακούς τους. Ένα αυτοκίνητο σταματάει πίσω από το περιπολικό.
-Κλείσαμε το δρόμο.
-Μπα, δικοί μας είναι.
Το αυγό του Κολόμβου. Χτυπάνε όλα τα κουδούνια της πολυκατοικίας. Κάποιος θα ανοίξει. Κάποιος ανοίγει. Ένα φωτιστικό εδάφους αναμένο. Ο Π. ξάπλα στον καναπέ, σχεδόν σε λήθαργο. Τι έγινε ρε παιδιά; Πέντε έξη άδεια μπουκάλια βότκα στο πάτωμα. Το τραπεζάκι γεμάτο πακέτα τσιγάρα. Τι έγινε ρε παιδιά; Εξηγήσεις και "εξηγήσεις". Ευχαριστώ τους αστυνομικούς. Λυπάμαι. Κανένα πρόβλημα, η δουλειά μας είναι. Ο Π. τραυλίζει "Συγνώμη παιδιά. Χίλια συγνώμη". Κανένα πρόβλημα. 30 δευτερόλεπτα αργότερα επανέρχονται και σημειώνουν τα δεδομένα του συμβάντος.
Όσο μπορούσαμε να μιλήσουμε μιλήσαμε. Ντύθηκε τσάτρα πάτρα. Γέρνοντας μια μπρος και μια πίσω. Τώρα είναι στον καναπέ του σαλονιού μου και κοιμάται.
(13) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Οδηγώ και τον φαντάζομαι σωριασμένο στο πάτωμα, πνιγμένο στον εμετό του. Είμαι έτοιμος για όλα, δεν με νοιάζει τίποτα. Ο Π. μένει στο ισόγειο. Έχει πράγματι αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη. Μια φωτεινή λουρίδα φαίνεται από το τζάμι της εισόδου της πολυκατοικίας. Αλλά η πόρτα της εισόδου είναι κλειδωμένη. Χτυπάω, ξαναχτυπάω το κουδούνι. Η φωτεινή λουρίδα αμετάβλητη. Τώρα μάλιστα! Τηλέφωνο στο 166. Με παραπέμπουν στο 100. Αν χρειαστεί να παραβιαστεί η πόρτα, η παρουσία της αστυνομίας κρίνεται απαραίτητη. 100. Ζητούν πλήρη στοιχεία. Πιθανή απόπειρα αυτοκτονίας, το και το, δεν ξέρω περισσότερα. "Έρχεται περιπολικό εντός ολίγου, περιμένετε".
Περιμένω. Το διπλανό σουβλατζίδικο κλείνει εκείνη την ώρα. Οι εργαζόμενοι με κοιτάζουν καλά καλά. Το περιπολικό φτάνει λίγο αργότερα. Τρία παιδάκια κι ένας μεγαλύτερος. Τους εξηγώ τι φοβάμαι. Ανάβουν τους μακρόστενους φακούς τους. Ένα αυτοκίνητο σταματάει πίσω από το περιπολικό.
-Κλείσαμε το δρόμο.
-Μπα, δικοί μας είναι.
Το αυγό του Κολόμβου. Χτυπάνε όλα τα κουδούνια της πολυκατοικίας. Κάποιος θα ανοίξει. Κάποιος ανοίγει. Ένα φωτιστικό εδάφους αναμένο. Ο Π. ξάπλα στον καναπέ, σχεδόν σε λήθαργο. Τι έγινε ρε παιδιά; Πέντε έξη άδεια μπουκάλια βότκα στο πάτωμα. Το τραπεζάκι γεμάτο πακέτα τσιγάρα. Τι έγινε ρε παιδιά; Εξηγήσεις και "εξηγήσεις". Ευχαριστώ τους αστυνομικούς. Λυπάμαι. Κανένα πρόβλημα, η δουλειά μας είναι. Ο Π. τραυλίζει "Συγνώμη παιδιά. Χίλια συγνώμη". Κανένα πρόβλημα. 30 δευτερόλεπτα αργότερα επανέρχονται και σημειώνουν τα δεδομένα του συμβάντος.
Όσο μπορούσαμε να μιλήσουμε μιλήσαμε. Ντύθηκε τσάτρα πάτρα. Γέρνοντας μια μπρος και μια πίσω. Τώρα είναι στον καναπέ του σαλονιού μου και κοιμάται.
6.1.08
Κοσμική ζωή.
Ωραία γκράφιτι στην (μία) ανδρική τουαλέτα νυχτερινού κέντρου στο Γκάζι. Νομίζουμε ότι είναι μέρος της διακοσμητικής πολιτικής της διευθύνσεως και όχι πρωτοβουλία προικισμένων και ανεξέλεγκτων πελατών. Ο συνωστισμός έξω από την τουαλέτα δεν μας επέτρεψε να φωτογραφίσουμε ολοκληρωμένα. Ίσως λερώσαμε και το παντελόνι μας από την πρεμούρα. Ίσως. Σημειώνουμε τη χρήση πολυτονικού. Πιθανόν να προκαλέσει σύγχυση στους μελλοντικούς αρχαιολόγους. Το φύλο των όρχεων επίσης.
*
1.1.08
Μέρες γιορτής.
-στον Ακίνδυνο.
Για την πρωτοχρονιά, ένα γνωστό ανέκδοτο: Ήτανε δύο ξανθιές πάνω σ ένα δέντρο. Σαν τα πουλάκια ήτανε. Και πριόνιζαν τη βάση του κλαδιού που καθότανε. Περνάει μια γριά. Τους λέει "κορίτσια μ αυτά που κάνετε θα πέσετε". "Δουλειά σου εσύ" απαντάνε τα κορίτσια. Πριόνιζε-πριόνιζε, το κλαδί κόπηκε. Πάρ' τις κάτω τις κοπέλες. Νοσοκομείο, γύψοι κτλ. Ένα μήνα μετά βγαίνουν βόλτα στην πόλη. Κούτσα-κούτσα, αγκαζέ. Ξαφνικά από μια γωνία ξεπροβάλλει η γριά. Τη βλέπει η μία. Σκουντάει την άλλη: "Ρε συ, ρε συ: Το μέντιουμ!"
*
Φτιαγμένος για να ακολουθώ.
Τίποτα πιο ευχάριστο από ένα κοινόβιο μικροαστών.
Με αυτό το δεντράκι μεγάλωσα. Τόσα χρόνια δεν κατάφερα να το αναστήσω. Το κατάφερε η Έλενα.
Τα παιδιά των φίλων.
Μαρμάρινη επιγραφή έξω από την εκκλησία.
Τι θα λένε οι αρχαιολόγοι μετά από 1000 χρόνια;
Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ή Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;
Κι αυτό το σημαδάκι δίπλα στο "Ο" τι είναι;
Τι θα λένε οι αρχαιολόγοι μετά από 1000 χρόνια;
Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ή Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;
Κι αυτό το σημαδάκι δίπλα στο "Ο" τι είναι;
Επαρχία: Κατεστραμένη ή ατελής;
Επιστροφή στα πάτρια...
Μου αρέσει ό,τι δεν μπορώ να καταλάβω ακριβώς.