<$BlogRSDUrl$>

1.9.05

Δυο ώρες σε τρεις μέρες (δεύτερη). 

- Η πρώτη μέρα.

*
«Η φτώχεια σύντροφε αφ εαυτής δεν ερμηνεύεται»
-Διονύσης Σαββόπουλος


Καθόμαστε στην είσοδο του σπιτιού που θα μας φιλοξενήσει. Υπαίθριο πλαστικό σαλόνι. Ο μεγάλος καθρέφτης στον τοίχο ατενίζει τον κόλπο του Ηρακλείου. Μεγάλος από το πάτωμα ως την οροφή. Τα κοριτσάκια, που βουίζουν πίσω μας, ξεχνάνε προς στιγμήν την παρουσία μας και στρέφουν την προσοχή τους στο καθρέφτισμά τους. Καμαρώνουν, χορεύοντας με τους ήχους που σκορπίζουν τα ηχεία του σπιτιού. Στο είπα; τεράστια! Ακούγεται ένα πολύ μπιτάτο κομάτι, ωραιότατο μου φαίνεται. Του Ρακιντζή, λένε. Έχουν μάθει απ έξω τις κινήσεις της Παπαρίζου στη Γιουροβίζιον. Τα πιο πολλά έχουν βαμμένα μαλλιά, κατά προτίμηση ξανθά. Το καταλαβαίνεις από τις μαύρες ρίζες.

Το τραπέζι μας μεγάλο, λευκό. Με μια τρύπα στη μέση, υποδοχή για να στηρίζεται η ομπρέλα που το συνοδεύει. Ομπρέλα-προστασία τής οικογένειας και των καλεσμένων της από το καυτό φως. Στρώνουν το τραπέζι μ’ ένα παχύ, βυσσινί, πολύ βρώμικο τραπεζομάντηλο. Ο οικοδεσπότης αγωνίζεται τώρα να σφηνώσει την ομπρέλα στην υποδοχή που καλύπτεται όμως απ’ το χοντρό πανί. Αδύνατον. Η ομπρέλα γέρνει και πέφτει. Το τραπεζομάντηλο δεν αφαιρείται. Στρώθηκε προς τιμήν των καλεσμένων. Τη στερεώνει τελικά με δύο σκοινιά: η βάση τής ομπρέλας, όσο γίνεται, μες την τρύπα, παρασύροντας και λίγο ύφασμα· το ένα σκοινί δεμένο σε μια προεξοχή της οροφής, ενώ το άλλο δένεται από την αντίθετη μεριά σε έναν πρώην θερμοσίφωνα που έγινε σόμπα που έγινε αντίβαρο. Θρίαμβος της φιλοξενίας.

Έρχονται οι μεζέδες, κοψίδια από το αρνί που σιγοψήνεται δίπλα. Μαζί τους λάχανο σαλάτα, μπύρα, κρασί, φέτα με λάδι. Ζητάω κόκα κόλα. Τη φέρνει. «Δεν είναι παγωμένη· έχει χαλάσει το ψυγείο· είναι και λίγο ξεθυμασμένη. Χα χα χα χα χα», αυτοσαρκάζεται. Όσο τρώμε ο οικοδεσπότης –νέος με περιποιημένο μουστάκι, μαύρα ρούχα, πουκάμισο βαθιά ξεκούμπωτο και σταυρουδάκι στο στήθος- πλένει επιδεικτικά (το βρέχει με το λάστιχο δηλαδή) το αυτοκίνητο που μας έφερε στον καταυλισμό. Άλλη μια κίνηση προς τιμήν μας. Ο Σταύρος, ο γιος του, αρχίζει να τραβάει φωτογραφίες με το κινητό του μπαμπά του. Τα κοριτσάκια θέλουν να φωτογραφηθούν μαζί μου. Το μικρότερο ποζάρει. Στέκεται εμπρός μου, γέρνει προς τα πίσω την πλάτη του, στηρίζεται πάνω μου και με τους αγκώνες διπλωμένους, να προβάλλουν μπροστά, ακουμπάει απαλά, με τις άκρες των δακτύλων του, το μπράτσο μου. Λίγο μετά ο Σταύρος μου ζητάει ψιθυριστά, να μην τον ακούσει ο μπαμπάς, «θα μου δώσεις ένα ευρώ;» Δεν έχω του λέω και του λέω αλήθεια. «Φάτε, φάτε», μας προτρέπουν οι γυναίκες.

Ο οικοδεσπότης εξηγεί ότι ο χώρος που καθόμαστε είναι δικός του. Θα φύγει το φθινόπωρο, θα διασχίσει τη Βόρεια Ελλάδα και θα επιστρέψει στην Κρήτη. «Όσο λείπω δεν έρχεται άλλος», λέει δείχνοντας το τσιμεντένιο πάτωμα «εκτός κι αν του το πω εγώ». Για να μας ευχαριστήσουν ρωτούν, αμήχανα, τι μουσική θέλουμε να ακούσουμε. Ρωτάω αν έχει μουσικούς στον καταυλισμό. «Είναι όλοι πάνω, στην Καρδίτσα». Η γιαγιά μάς λέει για το ταξίδι της στην Τήνο. Όχι δεν πήγε γονατιστή στην Παναγία. Την πονούσαν τα γόνατά της. Πήγε μαζί με την νύφη της. Πέρασε καλά. Η νύφη, καθισμένη δίπλα, χαμογελάει αμίλητη.
-Και η μικρή με το έγκαυμα τι κάνει;
-Είναι μια χαρά κι, έτσι που είναι μαύρο το παιδί, δε φαίνεται και το κάψιμο, απαντά υπομειδιώντας ο μπαμπάς.
Η μουσική αλλάζει. «Ο Ιμπραήμ, από την Τουρκία». Τα κοριτσάκια χορεύουν. Ρίχνουν ματιές, να δουν αν τις κοιτάμε.
-Γιατί δεν βλέπω άντρες να χορεύουν;
-Άμα πιουν ένα ποτηράκι παραπάνω χορεύουν, δε χορεύουν; με πληροφορεί ο οικοδεσπότης.

(Τρίτη μέρα.)
*

buzz it!

 

Comments:
Μένω στην Αγ.Βαρβάρα ανάμεσα σε σπίτια τσιγγάνων, οπότε καταλαβαίνεις πως συναναστρέφομαι μαζί τους καθημερινά. Ακόμη και αυτοί, της πόλης, που θεωρούνται πιό πολιτισμένοι, έχουν τα ίδια έθιμα με αυτούς των καταυλισμών.

Για παράδειγμα, στα πανάκριβα σπίτια τους, έχουν σε όλους τους τοίχους χαλιά και δεν χρησιμοποιούν τις καρέκλες, αλλά κάθονται στο πάτωμα.

Πάντως τις πρώτες μέρες και ΄μένα μου ΄χανε κάνει εντύπωση τα ηχεία. Ήταν σε μέγεθος περίπου μονόφυλλης ντουλάπας και άμα γινόταν γάμος, για τρεις μέρες μου τρύπαγαν τ΄αφτιά. Όταν πήγαν οι γείτονες να παραπονεθούν, τους κάθισαν με το ζόρι και τους μέθυσαν ΟΛΟΥΣ.

Αν εξαιρέσω το τεράστιο πρόβλημα των ναρκωτικών, τους θεωρώ πολύ ευχάριστους ανθρώπους.

Είμαι περίεργη για το υπόλοιπο της ιστορίας σου. Άντε, άσε τις γελοιογραφίες και γράφε : ).
 
Χαλιά ήταν; Μπορεί. Κι εμένα πολύ ευχάριστοι άνθρωποι μου φάνηκαν. Τι τα θες όμως, η αμηχανία νικάει. Πρέπει να γίνεις κολλητός (όπως σε κάθε ανθρώπινη σχέση) για να καταλάβεις.
 
Δημοσίευση σχολίου

This page is powered by Blogger. Isn't yours?