3.9.05
Δυο ώρες σε τρεις μέρες (τρίτη).
*
Πρώτη μέρα / Δεύτερη μέρα.
*
Πριν την αναχώρηση θ' ακούσω τη μοίρα μου. Έγερσις με κατεύθυνση την περιοχή των φτωχών. «Μην της δώσεις λεφτά, θα την προσβάλεις». Χαλιά στρωμένα στο γρασίδι στην είσοδο του παραπήγματος. Πλησιάζουμε την ηλικιωμένη γυναίκα. Κάθεται οκλαδόν. Το εγγόνι μπουσουλάει δίπλα της. Παραπέρα, στη σκιά του δέντρου, η νύφη της. Η γυναίκα χαμογελάει, δείχνοντας το μοναδικό της δόντι. Μου λέει, χωρίς να ρωτήσω, ότι και βέβαια δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. «Άμα ήξερα τη μοίρα, εδώ θα ήμουνα;» Της δίνω το χέρι. Μου πιέζει ελαφρά την παλάμη, σχεδόν τη χαϊδεύει, διασχίζοντάς την με τον δείκτη. Μιλάει αλλά δεν ακούω τι λέει. Σ’ αυτά τα μέρη, μια οικογένεια γίνεται φτωχή όταν λείπει ο άντρας. Άλλο το κλίμα. Τα σπίτια πιο λιτά, πιο ασταθή. Δεν υπάρχει διάθεση για στόλισμα. Οι σκηνές είναι εδώ περισσότερες. Η γυναίκα είχε το εγγόνι στο νοσοκομείο. Είχε διάρροια, «αλλά πήγα σήμερα και το πήρα. Τέτοια μέρα να το άφηνα μέσα;» Μια χαρά μου φαίνεται το μωρό. Με κοιτάζει απορημένο. «Του φτιάχνω ρυζάκι νερουλό και τρώει».
Στα καφενεία. Ο καταυλισμός διαθέτει τέσσερα -τόσα μέτρησα- καφενεία. Εξωτερικά δεν διαφέρουν από τα σπίτια. Οι εγκαταστάσεις τους είναι πρόχειρες διότι οι επιχειρήσεις οφείλουν να διατηρούν την ευελιξία τους. Μέσα δυο-τρία τραπέζια με τσόχα· μπιλιάρδα· ένα ποδοσφαιράκι· τηλεόραση με μεγάλη οθόνη και το απαραίτητο ψυγείο καφενείου. Δύο πελάτες παίζουν χαρτιά. Ο ιδιοκτήτης «γύρισε όλη την Ελλάδα για να βρει γυναίκα· και να την». Γίνονται οι συστάσεις. Ξανθιά, μεγάλοι γοφοί, στενός θώρακας.
-Τι θα σας κεράσω;
-Νεράκι.
Ένα μπουκάλι νερό. Πάγος. Πολυτέλειες.
Βγαίνοντας χαρές. Ένας νέος, που χωρίς το μουστάκι θα φαινόταν δεκαπέντε χρονών. Στρογγυλοπρόσωπος, με κουστούμι χωρίς γραβάτα. Kαμαρωτός-καμαρωτός, σαν τέως χοντρός που μόλις ολοκλήρωσε μακρόχρονη δίαιτα. Φεύγει.
-Πρώην αλκοολικός, τώρα δεν πίνει. Μεγάλο πρόβλημα· με τρία παιδιά..
-Θα πρέπει να καπνίζουν πολύ εδώ.
-Ε, ένα τσιγαράκι.
-Τρυπιέται κανείς;
-(παύση, δισταγμός) Κάνα-δυο. Σαν τη μύγα μες το γάλα. Πάντα μόνοι τους...
Προς την έξοδο. Οι γυναίκες λες και χρειάζονται μόνο ένα βλέμμα για να σηκωθούν να χορέψουν. Τσιφτετέλι, τι άλλο; Μικρές παραστάσεις για χάρη μας. Οι άντρες καμαρώνουν. Μου φαίνεται. Μια ηλικιωμένη (ηλικιωμένη;), με μάτια που λάμπουν, δηλώνει ότι σήμερα έχει πιει λίγο παραπάνω. Χορεύει ζεϊμπέκικο. Μας χορεύει ζεϊμπέκικο.
-Περιμέναμε να έχει ανάψει το γλέντι· τέτοια μέρα...
-Περίμενε ντε, να κατεβάσουμε λίγο καύσιμο και θα δεις!
Πριν το αυτοκίνητο, το σπίτι των νιόπαντρων. Καθαριότητα! Γλυμμένο πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Αρωματισμένο. Στο βάθος το κρεβάτι στρωμένο προσεκτικά. Γύρω απ’ το μαξιλάρι αρκουδάκια ή κάτι τέτοιο. Η διακόσμηση των τοίχων: πετσέτες (χαλιά;). Η Παναγιά κι ο Χριστός πετσέτα. Ο Κάσπερ (the friendly ghost) πετσέτα. Τοπία πετσέτα. Διακοσμητικά μοτίβα σε πετσέτες. Πεντακάθαρες. Δεξιά στην είσοδο η κουζίνα λάμπει. Ποτήρια με χρυσά επιστόμια παρατάσσονται αξιοπρεπώς στα ράφια. Μια γρήγορη ματιά. Λόγοι τακτ απαγορεύουν την περιήγηση. Στέρεη κατασκευή. Γενική αρχή: η σταθερότητα της κατασκευής είναι συνάρτηση της ευμάρειας του ενοίκου.
Φιλιά και χειραψίες με την Χανούμα (κατά κόσμο Βάσω, Βασιλική) και αναχώρηση για τον πλανήτη μας. Κάποιοι μένουν. Αίφνης συνειδητοποιώ τι είναι ο βόμβος που σε συνοδεύει από τη στιγμή που μπαίνεις στον καταυλισμό. Γεννήτριες. Πολλές γεννήτριες.
Το βραδάκι τηλεφώνημα, «έλα, γλέντι τρικούβερτο!». Δεν πάω πουθενά. Για γραφικότητες είμαστε τώρα;
*
Πρώτη μέρα / Δεύτερη μέρα.
*
«Η φτώχεια σύντροφε αφ εαυτής δεν ερμηνεύεται»
-Διονύσης Σαββόπουλος
-Διονύσης Σαββόπουλος
Πριν την αναχώρηση θ' ακούσω τη μοίρα μου. Έγερσις με κατεύθυνση την περιοχή των φτωχών. «Μην της δώσεις λεφτά, θα την προσβάλεις». Χαλιά στρωμένα στο γρασίδι στην είσοδο του παραπήγματος. Πλησιάζουμε την ηλικιωμένη γυναίκα. Κάθεται οκλαδόν. Το εγγόνι μπουσουλάει δίπλα της. Παραπέρα, στη σκιά του δέντρου, η νύφη της. Η γυναίκα χαμογελάει, δείχνοντας το μοναδικό της δόντι. Μου λέει, χωρίς να ρωτήσω, ότι και βέβαια δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. «Άμα ήξερα τη μοίρα, εδώ θα ήμουνα;» Της δίνω το χέρι. Μου πιέζει ελαφρά την παλάμη, σχεδόν τη χαϊδεύει, διασχίζοντάς την με τον δείκτη. Μιλάει αλλά δεν ακούω τι λέει. Σ’ αυτά τα μέρη, μια οικογένεια γίνεται φτωχή όταν λείπει ο άντρας. Άλλο το κλίμα. Τα σπίτια πιο λιτά, πιο ασταθή. Δεν υπάρχει διάθεση για στόλισμα. Οι σκηνές είναι εδώ περισσότερες. Η γυναίκα είχε το εγγόνι στο νοσοκομείο. Είχε διάρροια, «αλλά πήγα σήμερα και το πήρα. Τέτοια μέρα να το άφηνα μέσα;» Μια χαρά μου φαίνεται το μωρό. Με κοιτάζει απορημένο. «Του φτιάχνω ρυζάκι νερουλό και τρώει».
Στα καφενεία. Ο καταυλισμός διαθέτει τέσσερα -τόσα μέτρησα- καφενεία. Εξωτερικά δεν διαφέρουν από τα σπίτια. Οι εγκαταστάσεις τους είναι πρόχειρες διότι οι επιχειρήσεις οφείλουν να διατηρούν την ευελιξία τους. Μέσα δυο-τρία τραπέζια με τσόχα· μπιλιάρδα· ένα ποδοσφαιράκι· τηλεόραση με μεγάλη οθόνη και το απαραίτητο ψυγείο καφενείου. Δύο πελάτες παίζουν χαρτιά. Ο ιδιοκτήτης «γύρισε όλη την Ελλάδα για να βρει γυναίκα· και να την». Γίνονται οι συστάσεις. Ξανθιά, μεγάλοι γοφοί, στενός θώρακας.
-Τι θα σας κεράσω;
-Νεράκι.
Ένα μπουκάλι νερό. Πάγος. Πολυτέλειες.
Βγαίνοντας χαρές. Ένας νέος, που χωρίς το μουστάκι θα φαινόταν δεκαπέντε χρονών. Στρογγυλοπρόσωπος, με κουστούμι χωρίς γραβάτα. Kαμαρωτός-καμαρωτός, σαν τέως χοντρός που μόλις ολοκλήρωσε μακρόχρονη δίαιτα. Φεύγει.
-Πρώην αλκοολικός, τώρα δεν πίνει. Μεγάλο πρόβλημα· με τρία παιδιά..
-Θα πρέπει να καπνίζουν πολύ εδώ.
-Ε, ένα τσιγαράκι.
-Τρυπιέται κανείς;
-(παύση, δισταγμός) Κάνα-δυο. Σαν τη μύγα μες το γάλα. Πάντα μόνοι τους...
Προς την έξοδο. Οι γυναίκες λες και χρειάζονται μόνο ένα βλέμμα για να σηκωθούν να χορέψουν. Τσιφτετέλι, τι άλλο; Μικρές παραστάσεις για χάρη μας. Οι άντρες καμαρώνουν. Μου φαίνεται. Μια ηλικιωμένη (ηλικιωμένη;), με μάτια που λάμπουν, δηλώνει ότι σήμερα έχει πιει λίγο παραπάνω. Χορεύει ζεϊμπέκικο. Μας χορεύει ζεϊμπέκικο.
-Περιμέναμε να έχει ανάψει το γλέντι· τέτοια μέρα...
-Περίμενε ντε, να κατεβάσουμε λίγο καύσιμο και θα δεις!
Πριν το αυτοκίνητο, το σπίτι των νιόπαντρων. Καθαριότητα! Γλυμμένο πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Αρωματισμένο. Στο βάθος το κρεβάτι στρωμένο προσεκτικά. Γύρω απ’ το μαξιλάρι αρκουδάκια ή κάτι τέτοιο. Η διακόσμηση των τοίχων: πετσέτες (χαλιά;). Η Παναγιά κι ο Χριστός πετσέτα. Ο Κάσπερ (the friendly ghost) πετσέτα. Τοπία πετσέτα. Διακοσμητικά μοτίβα σε πετσέτες. Πεντακάθαρες. Δεξιά στην είσοδο η κουζίνα λάμπει. Ποτήρια με χρυσά επιστόμια παρατάσσονται αξιοπρεπώς στα ράφια. Μια γρήγορη ματιά. Λόγοι τακτ απαγορεύουν την περιήγηση. Στέρεη κατασκευή. Γενική αρχή: η σταθερότητα της κατασκευής είναι συνάρτηση της ευμάρειας του ενοίκου.
Φιλιά και χειραψίες με την Χανούμα (κατά κόσμο Βάσω, Βασιλική) και αναχώρηση για τον πλανήτη μας. Κάποιοι μένουν. Αίφνης συνειδητοποιώ τι είναι ο βόμβος που σε συνοδεύει από τη στιγμή που μπαίνεις στον καταυλισμό. Γεννήτριες. Πολλές γεννήτριες.
Το βραδάκι τηλεφώνημα, «έλα, γλέντι τρικούβερτο!». Δεν πάω πουθενά. Για γραφικότητες είμαστε τώρα;
*
Comments:
Δημοσίευση σχολίου