30.10.05
Me latinikoys xarakthres.
O Ziggy Stardust λέει μια ιστορία (sta ellhnika, μέτρησε πέντε σχόλια, περίπου στη μέση της σελίδας) με enallaktiko telos (που θα βρεις λίγο πιο κάτω), με αφορμή μια καταχώρηση της προφουτούρα, ενώ ένας εργαζόμενος στη CIA διαπιστώνει τη σημασία και των δημοσιογράφων ( -ναι, του Θέμου και του Μάκη) για την intelligence community, σε ένα άρθρο που βρήκα μέσω του πολύτιμου Arts and Letters Daily. Το άρθρο δημοσιεύεται στο σάιτ της CIA. Φαντάσου λέει να διαβάζαμε ανάλογα άρθρα στον ιστοτόπο της ΕΥΠ.
(2) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
28.10.05
Ο Ρίτσαρντ Γκρίν, Βρετανός υποπρόξενος στην Πάτρα το 1821, περιγράφει (Scetches of the War in Greece) την εκπαίδευση των νεοσυλλέκτων στο τουρκικό ναυτικό:
«Η σύγχυση πάνω σ’ ένα τουρκικό σκάφος είναι εντελώς γελοία. Οι μισοί άνδρες, ίσως, πάσχουν από ναυτία και είναι ξαπλωμένοι φαρδείς πλατείς πάνω στο κατάστρωμα· ενώ οι άλλοι μισοί τραβούν σκοινιά, για τα οποία δεν έχουν ιδέα. Οι τσαούσηδες (αξιωματικοί) τρέχουν εδώ κι εκεί, ραβδίζοντας δεξιά κι αριστερά και πιέζοντας τους άνδρες να κάνουν το καθήκον τους. Πραγματικά, ο τρόπος με τον οποίο διδάσκονται οι ναύτες να χειρίζονται και να ξεχωρίζουν τα διάφορα σκοινιά είναι, όπως με πληροφόρησαν εντελώς αντάξιος του υπόλοιπου συστήματος. Λαχανικά, τσιμπούκια, κομμάτια υφάσματος και άλλα κρεμιούνται στα ξάρτια και στα σκοινιά και μετά δίνεται η διαταγή, «σηκώστε το μεγάλο τσιμπούκι· αφήστε το λάχανο κ.ο.κ.»
Και ο συγγραφέας του βιβλίου, στο οποίο βρήκα την περιγραφή, σχολιάζει:
Παρά τη σιωπηρή περιφρόνηση του Γκρίν, η χρήση λαχανικών και οικείων αντικειμένων για να προσδιοριστούν τμήματα του εξαρτισμού ήταν μάλλον καλή ιδέα: ένας προάγγελος του σημερινού χρωματικού κώδικα. Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα ένα παρόμοιο σύστημα χρησιμοποιήθηκε από τον ελληνικό στρατό στους βαλκανικούς πολέμους. Αγράμματοι νεοσύλλεκτοι δεν διέκριναν το δεξί από το αριστερό κι έτσι τους έβαλαν να κρεμάσουν μια σκελίδα σκόρδο στο αριστερό τους αυτί και ένα κρεμμύδι στο δεξί, μαθαίνοντας τους να στρέφονται προς το σκόρδο ή το κρεμμύδι.
*
Η υπογράμμιση δική μου. Το βιβλίο είναι του David Brewer, Η Φλόγα της Ελευθερίας – Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία 1821-1833 –μετάφραση Τιτίνα Σπερελάκη – εκδόσεις Ενάλιος 2004.
*
Ωραίο πράμα το διάβασμα στο χωριό.
*
22.10.05
Μερεμέτια στο χωριό.
Ηράκλειο, earth-net cafe-games - 24 hours internet.
*
*
Η Διαμαντή και ο Βασίλης έζησαν μαζί 33 χρόνια. Για δυο χρόνια, τα τελευταία, ο Βασίλης τα είχε χαμένα. Την έδερνε. Από τότε του πέθανε, ένα χρόνο τώρα, η Διαμαντή τον κλαίει. Ο Βασίλης κι η Διαμαντή ήταν αδέλφια. Αν ήμουν ο Παπαδιαμάντης (μπουχαχαχα) κι έγραφα την ιστορία τους, θα συμπεριλάμβανα και μια εκτενή παρέκβαση δια τας μεταμορφώσεις της λιβιδώ (και θα μου το μετάφραζαν "οι μεταμορφώσεις του λίμπιντο").
*
(4) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
*
Κλάμα. Άλλοτε γοερό, άλλοτε κουρασμένα αναφιλητά. Αλλά, κάθε φορά που περνάω απ έξω, πάντα εκεί.
*
Η Διαμαντή και ο Βασίλης έζησαν μαζί 33 χρόνια. Για δυο χρόνια, τα τελευταία, ο Βασίλης τα είχε χαμένα. Την έδερνε. Από τότε του πέθανε, ένα χρόνο τώρα, η Διαμαντή τον κλαίει. Ο Βασίλης κι η Διαμαντή ήταν αδέλφια. Αν ήμουν ο Παπαδιαμάντης (μπουχαχαχα) κι έγραφα την ιστορία τους, θα συμπεριλάμβανα και μια εκτενή παρέκβαση δια τας μεταμορφώσεις της λιβιδώ (και θα μου το μετάφραζαν "οι μεταμορφώσεις του λίμπιντο").
*
19.10.05
Σε δοκιμαστική έκδοση, για φιλομαθείς νέους, ιδού ένας συναθροιστής ειδήσεων προσφορά του phigita.net. Έχω την εντύπωση ότι η πλειοψηφία των εφημερίδων, που εκδίδονται στα ελλαδικά αστικά κέντρα και διατηρούν παρουσία στο διαδίκτυο, δεν έχουν καν λάβει υπόψη τους το ενδεχόμενο. Ή διάκεινται εχθρικά, οι χαμένοι!
κλικ στην εικόνα
(7) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
κλικ στην εικόνα
18.10.05
[YΓ (19/10/05) δυστυχώς σκότωσαν το λινκ που είχε όλα τα εξώφυλλα. Και το αντικατάστησαν με ένα δελτίο τύπου με τα πέντε πρώτα (αλλά το καλό το παλληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι). Όποιος πρόλαβε, πρόλαβε.]
*
H American Society of Magazine Editors έφτιαξε έναν κατάλογο με τα σαράντα καλύτερα εξώφυλλα περιοδικών που εκδόθηκαν στις ΗΠΑ τα τελευταία σαράντα χρόνια. Αν ψάξεις το σάιτ της Εταιρίας μπορείς να τα βρεις σε μικρό αλλά και σε πολύ μεγάλο μέγεθος (γύρω στα 2,5 ΜΒ έκαστο). Συμφωνώ ότι αυτό, του 1981, είναι το καλύτερο:
Κι αυτό όμως, του 1973 (Νο 7 στον κατάλογο), που από τότε το μιμήθηκαν πολλοί, καλό είναι:
Πολύ χαίρομαι που ένα λογοτεχνικό περιοδικό, που βραβεύτηκε φέτος από την Εταιρία, άρχισε να δημοσιεύει κόμικς.
Και με την ευκαιρία ωραίο πράμα το ADSL.
*
(3) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
*
H American Society of Magazine Editors έφτιαξε έναν κατάλογο με τα σαράντα καλύτερα εξώφυλλα περιοδικών που εκδόθηκαν στις ΗΠΑ τα τελευταία σαράντα χρόνια. Αν ψάξεις το σάιτ της Εταιρίας μπορείς να τα βρεις σε μικρό αλλά και σε πολύ μεγάλο μέγεθος (γύρω στα 2,5 ΜΒ έκαστο). Συμφωνώ ότι αυτό, του 1981, είναι το καλύτερο:
Κι αυτό όμως, του 1973 (Νο 7 στον κατάλογο), που από τότε το μιμήθηκαν πολλοί, καλό είναι:
Πολύ χαίρομαι που ένα λογοτεχνικό περιοδικό, που βραβεύτηκε φέτος από την Εταιρία, άρχισε να δημοσιεύει κόμικς.
Και με την ευκαιρία ωραίο πράμα το ADSL.
*
10.10.05
plus ca change
Ξεβαρέθηκα και συνεχίζω την αντιγραφή του μεταφρασθέντος πονήματος του Decimus Junius Juvenalis (γνωστού στα μέρη μας ως Ιουβενάλη). Ιδού η συνέχεια των λόγων που ωθούν τον Ουμβρίκιο (τον φαντάζομαι γεροντοπαλλήκαρο), το 120μΧ (εξήντα χρόνια μετά τη μεγάλη πυρκαγιά· θυμάσαι; επί Νέρωνος), να την κάνει από τη Ρώμη:
Εξάλλου εδώ δεν είναι μέρος για φτωχούς. Δίχως λεφτά δεν έχεις κύρος·
αν έχεις το εισόδημα μετράς· σαφώς δεν είναι θέμα χαρακτήρος.
Νεόπλουτοι, πρώην μονομάχοι και πορνοβοσκοί, νυν γαλαντόμοι,
αυτοί είναι οι σταρ της εποχής, παντού αλλά κατεξοχήν εδώ, στη Ρώμη.
Εδώ οι πάντες ντύνονται ακριβά, όλοι το παίζουνε ωραίες και ωραίοι-
ας είμαι εγώ ντυμένος στα σινιέ και άσε να μαζεύονται τα χρέη.
Δανείζονται και σπαταλούν, και σπαταλούν για να τους σέβονται οι άλλοι·
το αντίδοτο στη φτώχεια είναι απλό – και ονομάζεται, απλούστατα σπατάλη.
Κι ύστερα, ποια ποιότητα ζωής μπορεί να σου προσφέρει μία πόλη,
όπου τα σπίτια είναι άθλια και σαθρά, και ως εκ τούτου κινδυνεύουμε όλοι;
Και το χειρότερο απ όλα οι πυρκαγιές. Δρόμοι στενοί, κίνηση, παραζάλη,
και ιδού και η συνήθης πυρκαγιά, ιδού η μάστιγά μας η μεγάλη.
Χτυπάει δαιμονικά συναγερμός, βλέπεις ανθρώπους έντρομους, τρεχάτους,
Αν μένουν στο ισόγειο δηλαδή –γιατί οι άλλοι στα ψηλά, βοήθειά τους...
Είχα ένα γνωστό, φτωχό παιδί, κυριολεκτικά κοιμόταν στα σανίδια·
προχθές το σπίτι του άρπαξε φωτιά –στάχτη τα πάντα και αποκαΐδια.
Μα, θα μου πεις, η πυρκαγιά καίει και σπίτια πλούσια, μεγάλα·
Α, ναι, αλλά με μια διαφορά: οι πλούσιοι μπορούν και χτίζουν άλλα.
Κι άντε, καλά, αν υποθέσουμε ότι το σπίτι όπου μένεις σου ανήκει·
αλλά, για πες μου σε παρακαλώ, τι γίνεται όταν πληρώνεις νοίκι;
Οι ιδιοκτήτες τρελαθήκανε, σε σφάζουν φανερά και με το νόμο-
αύξηση, λέει, πενήντα τα εκατό, κι άμα δε δώσεις σε πετάει στο δρόμο.
Εγώ που λες, δεν πλήρωσα χρυσή τη γκαρσονιέρα αυτή στο Κολοσσαίο;
Σπίτι θ’ αγόραζα με τόσα χρήματα αλλού –άκου με που σου λέω.
Αφήνω δε που λόγω ηχορύπανσης κανείς εδώ δε βρίσκει ησυχία·
το έχω πει και θα το πω ξανά: κέντρο της Ρώμης ίσον αϋπνία.
Δρόμοι στενοί και πολυσύχναστοι από πεζούς και άμαξες γεμάτοι,
κίνηση πάνω κάτω και φωνές –αδύνατο να κλείσεις μάτι.
Και βέβαια, μονίμως μποτιλιάρισμα· και πώς ο δόλιος να κυκλοφορήσω
μέσα σε κοσμοθάλασσα που σπρώχνει από μπρος και από πίσω;
Εδώ για να κινείσαι άνετα πρέπει να είσαι ένα από τα τρία:
πολιτικός, επίσημος, λεφτάς –και σου ανοίγει δρόμο η συνοδεία.
Συνεδριάζει η Σύγκλητος, ο κύριος τάδε δεν μπορεί να περιμένει·
Περνά ο κύριος συγκλητικός –κι εμείς οι άλλοι μποτιλιαρισμένοι.
Και επειδή στη Ρώμη αυξήθηκε υπέρμετρα το προλεταριάτο,
Τα φορτηγά κι οι άμαξες φροντίζουν να μας παίρνουν από κάτω.
Έτσι περνούν οι μέρες μας εδώ, με κίνδυνο, με άγχος και φοβέρα·
και όσο για ζωή νυχτερινή – η νύχτα είναι χειρότερη απ’ τη μέρα.
Κυκλοφορείς νυχτιάτικα; Την έβαψες. Κάθε γωνιά και δέκα λωποδύτες,
κάθε σοκάκι και μεθύστακας, ανώμαλοι, κλεφτρόνια και αλήτες.
Από αστυνόμευση, σκατά. Αμπέλι ξέφραγο τα σπίτια μας τις νύχτες·
δεν ωφελούν αμπάρες και κλειδιά, είναι συνέχεια μέσα οι διαρρήχτες.
Ιδού, λοιπόν, τα χάλια μας, ιδού η δοξασμένη Ρώμη των Καισάρων·
Δεν την αντέχω. Φίλε μου σε χαιρετώ, και φεύγω άρον άρον.
*
Ο καθηγητής Θ. Παπαγγελής μετάφρασε τα αποσπάσματα του ποιήματος με, όπως φαίνεται, τρελό κέφι. Τι έχει αλλάξει από τότε ως σήμερα, αφού το βίωμα της ζωής στην πόλη είναι μέσες άκρες το ίδιο; Το βασικότερο είναι, μου φαίνεται, ο εκδημοκρατισμός των παραπόνων, της κριτικής. Ζούμε στη δημοκρατία της πανταχού παρούσας γκρίνιας φίλε μου. Τα αποσπάσματα του ποιήματος ήταν από το βιβλίο «η Ρώμη και ο κόσμος της», έκδοση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Έκανα κάποιες αλλαγές: χώρισα τους στίχους σε τετράστιχα, για να διαβάζονται πιο άνετα, και αφαίρεσα μερικά εισαγωγικά, τα οποία δεν θα πρέπει να υπήρχαν στο πρωτότυπο και, εμένα τουλάχιστον, με χαλάνε. Πχ στο «τα πιάσανε χοντρά» αφαίρεσα τα εισαγωγικά κι έγινε: τα πιάσανε χοντρά. Το βιβλίο στο σύνολο του δεν με ενθουσίασε. Το πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο ήταν νομίζω εκείνο που μιλούσε για το πως έβλεπαν οι Ρωμαίοι τους Έλληνες. Όμως τέτοια βιβλία κρίνονται κυρίως μέσα στην τάξη, την ώρα της διδασκαλίας.
*
Α! Να μην ξεχάσω να σου μεταφέρω την ατάκα ενός σύγχρονου δημόσιου γκρινιάρη:
*
ΥΓ. (11/10/2005) Ο QarcQ, που βρίσκεται κι αυτός στο μικρό προσωπικό μου Πάνθεον, συμπληρώνει τον Ιουβενάλη, αλλάζοντάς του το μέτρο:
Και έτσι αποχαιρέτησε τον παιδικό του φίλο,
ανέβασε στην άμαξα το γέρικό του σκύλο
και πήρε δρόμο, αφού κανείς δεν του άλλαξε τη γνώμη,
μα όλοι οι δρόμοι Ουμβρίκιε, πια, οδηγούν…
*
(9) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Εξάλλου εδώ δεν είναι μέρος για φτωχούς. Δίχως λεφτά δεν έχεις κύρος·
αν έχεις το εισόδημα μετράς· σαφώς δεν είναι θέμα χαρακτήρος.
Νεόπλουτοι, πρώην μονομάχοι και πορνοβοσκοί, νυν γαλαντόμοι,
αυτοί είναι οι σταρ της εποχής, παντού αλλά κατεξοχήν εδώ, στη Ρώμη.
Εδώ οι πάντες ντύνονται ακριβά, όλοι το παίζουνε ωραίες και ωραίοι-
ας είμαι εγώ ντυμένος στα σινιέ και άσε να μαζεύονται τα χρέη.
Δανείζονται και σπαταλούν, και σπαταλούν για να τους σέβονται οι άλλοι·
το αντίδοτο στη φτώχεια είναι απλό – και ονομάζεται, απλούστατα σπατάλη.
Κι ύστερα, ποια ποιότητα ζωής μπορεί να σου προσφέρει μία πόλη,
όπου τα σπίτια είναι άθλια και σαθρά, και ως εκ τούτου κινδυνεύουμε όλοι;
Και το χειρότερο απ όλα οι πυρκαγιές. Δρόμοι στενοί, κίνηση, παραζάλη,
και ιδού και η συνήθης πυρκαγιά, ιδού η μάστιγά μας η μεγάλη.
Χτυπάει δαιμονικά συναγερμός, βλέπεις ανθρώπους έντρομους, τρεχάτους,
Αν μένουν στο ισόγειο δηλαδή –γιατί οι άλλοι στα ψηλά, βοήθειά τους...
Είχα ένα γνωστό, φτωχό παιδί, κυριολεκτικά κοιμόταν στα σανίδια·
προχθές το σπίτι του άρπαξε φωτιά –στάχτη τα πάντα και αποκαΐδια.
Μα, θα μου πεις, η πυρκαγιά καίει και σπίτια πλούσια, μεγάλα·
Α, ναι, αλλά με μια διαφορά: οι πλούσιοι μπορούν και χτίζουν άλλα.
Κι άντε, καλά, αν υποθέσουμε ότι το σπίτι όπου μένεις σου ανήκει·
αλλά, για πες μου σε παρακαλώ, τι γίνεται όταν πληρώνεις νοίκι;
Οι ιδιοκτήτες τρελαθήκανε, σε σφάζουν φανερά και με το νόμο-
αύξηση, λέει, πενήντα τα εκατό, κι άμα δε δώσεις σε πετάει στο δρόμο.
Εγώ που λες, δεν πλήρωσα χρυσή τη γκαρσονιέρα αυτή στο Κολοσσαίο;
Σπίτι θ’ αγόραζα με τόσα χρήματα αλλού –άκου με που σου λέω.
Αφήνω δε που λόγω ηχορύπανσης κανείς εδώ δε βρίσκει ησυχία·
το έχω πει και θα το πω ξανά: κέντρο της Ρώμης ίσον αϋπνία.
Δρόμοι στενοί και πολυσύχναστοι από πεζούς και άμαξες γεμάτοι,
κίνηση πάνω κάτω και φωνές –αδύνατο να κλείσεις μάτι.
Και βέβαια, μονίμως μποτιλιάρισμα· και πώς ο δόλιος να κυκλοφορήσω
μέσα σε κοσμοθάλασσα που σπρώχνει από μπρος και από πίσω;
Εδώ για να κινείσαι άνετα πρέπει να είσαι ένα από τα τρία:
πολιτικός, επίσημος, λεφτάς –και σου ανοίγει δρόμο η συνοδεία.
Συνεδριάζει η Σύγκλητος, ο κύριος τάδε δεν μπορεί να περιμένει·
Περνά ο κύριος συγκλητικός –κι εμείς οι άλλοι μποτιλιαρισμένοι.
Και επειδή στη Ρώμη αυξήθηκε υπέρμετρα το προλεταριάτο,
Τα φορτηγά κι οι άμαξες φροντίζουν να μας παίρνουν από κάτω.
Έτσι περνούν οι μέρες μας εδώ, με κίνδυνο, με άγχος και φοβέρα·
και όσο για ζωή νυχτερινή – η νύχτα είναι χειρότερη απ’ τη μέρα.
Κυκλοφορείς νυχτιάτικα; Την έβαψες. Κάθε γωνιά και δέκα λωποδύτες,
κάθε σοκάκι και μεθύστακας, ανώμαλοι, κλεφτρόνια και αλήτες.
Από αστυνόμευση, σκατά. Αμπέλι ξέφραγο τα σπίτια μας τις νύχτες·
δεν ωφελούν αμπάρες και κλειδιά, είναι συνέχεια μέσα οι διαρρήχτες.
Ιδού, λοιπόν, τα χάλια μας, ιδού η δοξασμένη Ρώμη των Καισάρων·
Δεν την αντέχω. Φίλε μου σε χαιρετώ, και φεύγω άρον άρον.
*
Ο καθηγητής Θ. Παπαγγελής μετάφρασε τα αποσπάσματα του ποιήματος με, όπως φαίνεται, τρελό κέφι. Τι έχει αλλάξει από τότε ως σήμερα, αφού το βίωμα της ζωής στην πόλη είναι μέσες άκρες το ίδιο; Το βασικότερο είναι, μου φαίνεται, ο εκδημοκρατισμός των παραπόνων, της κριτικής. Ζούμε στη δημοκρατία της πανταχού παρούσας γκρίνιας φίλε μου. Τα αποσπάσματα του ποιήματος ήταν από το βιβλίο «η Ρώμη και ο κόσμος της», έκδοση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Έκανα κάποιες αλλαγές: χώρισα τους στίχους σε τετράστιχα, για να διαβάζονται πιο άνετα, και αφαίρεσα μερικά εισαγωγικά, τα οποία δεν θα πρέπει να υπήρχαν στο πρωτότυπο και, εμένα τουλάχιστον, με χαλάνε. Πχ στο «τα πιάσανε χοντρά» αφαίρεσα τα εισαγωγικά κι έγινε: τα πιάσανε χοντρά. Το βιβλίο στο σύνολο του δεν με ενθουσίασε. Το πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο ήταν νομίζω εκείνο που μιλούσε για το πως έβλεπαν οι Ρωμαίοι τους Έλληνες. Όμως τέτοια βιβλία κρίνονται κυρίως μέσα στην τάξη, την ώρα της διδασκαλίας.
*
Α! Να μην ξεχάσω να σου μεταφέρω την ατάκα ενός σύγχρονου δημόσιου γκρινιάρη:
"ζούμε σε κορυφαία περίοδο, γύρω μας υπάρχουν μόνο κατηφόρες."από το επταήμερο του Διόδωρου, στο Βήμα της Κυριακής 2/10.
*
ΥΓ. (11/10/2005) Ο QarcQ, που βρίσκεται κι αυτός στο μικρό προσωπικό μου Πάνθεον, συμπληρώνει τον Ιουβενάλη, αλλάζοντάς του το μέτρο:
Και έτσι αποχαιρέτησε τον παιδικό του φίλο,
ανέβασε στην άμαξα το γέρικό του σκύλο
και πήρε δρόμο, αφού κανείς δεν του άλλαξε τη γνώμη,
μα όλοι οι δρόμοι Ουμβρίκιε, πια, οδηγούν…
*
8.10.05
Μόλις εξεδόθη
...το βιβλίο όπου θα βρεις, μεταφρασμένο από τα λατινικά, ένα ποίημα του Ιουβενάλη. Μου άρεσε η μετάφραση, αφού λατινικά δεν ξέρω, και θα την αντιγράψω για χάρη σου. Ο ποιητής γεννήθηκε το 51 μΧ. Όταν γράφει αυτήν τη σάτιρα, είναι ένας γέρος γκρινιάρης 70 ετών. Βρίσκεσαι δηλαδή γύρω στα 120 μΧ. Ο Ουμβρίκιος, κολλητός τού καλλιτέχνη, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Ρώμη (περισσότερες φιλολογικές λεπτομέρειες αφού διαβάσεις το ποίημα):
Φεύγει απ τη Ρώμη ο φίλος μου ο Ουμβρίκιος, κι έχω μεγάλη στενοχώρια·
στην πόλη ετούτη μεγαλώσαμε μαζί, τώρα θα ζούμε χώρια.
Όλα τα υπάρχοντα του σε μιαν άμαξα· ο αμαξάς μπροστά οι δυο μας πίσω,
στης πόλης φτάσαμε την έξοδο –πήγα ως εκεί να τον ξεπροβοδίσω.
«Το αποφάσισα» μου είπε «φίλε μου. Για μένα δεν υπάρχει τίποτε στη Ρώμη·
θ’ αράξω κάπου πριν να γίνω χούφταλο κι όσο τα πόδια μου κρατούν ακόμη.
Δεν έχω τ’ απαιτούμενα στην πόλη αυτή, δεν έχω τις κατάλληλες συνήθειες·
εδώ είναι τόπος για επιτήδειους, για τα λαμόγια και για τις προμήθειες.
Δεν κάνω για παρατρεχάμενος των ισχυρών, η γλώσσα μου δεν ξέρει κολακείες,
δεν έμαθα να κάνω τον χαφιέ, να κάνω ελιγμούς, να κρύβω ατιμίες.
Δεν έμαθα να συγχρωτίζομαι με πρόσωπα που έκαναν καριέρα στην απάτη
και τώρα που τα πιάσανε χοντρά, το παίζουν κύριοι και ζούνε σε παλάτι.
Τους δήθεν δεν τους πάω γενικώς –κυρίως όσους έχουνε πρεμούρα
να δείξουν ότι είναι συγγραφείς κι ότι συμβάλλουν στη λεγόμενη κουλτούρα.
Μαζί τους ήμουν πάντοτε ωμός (και πάντοτε σοκάρονται οι τύποι) -
«Χάλια το τελευταίο σου διήγημα· αντίτυπο και αφιέρωση να λείπει!»
Και να σου πω και το άλλο μέγα πρόβλημα; Αισθάνομαι πως δεν μπορώ να μείνω
σε μία πόλη που αλώθηκε από την άτιμη τη ράτσα των Ελλήνων.
Η Ρώμη, φίλε μου, είναι ελληνική. Κατάλαβέ το μας την έχουν πέσει·
κατάληψη και εισβολή κανονική –για μας εδώ δεν έχει πλέον θέση.
Σαμιώτες, Αθηναίοι, Μεγαρείς, Μικρασιάτες –άνοιξαν οι δρόμοι,
αδειάσαν την Ελλάδα οι Γραικοί και γέμισαν αντίστοιχα τη Ρώμη.
Πιάσαν τις πάνω και τις κάτω γειτονιές, απλώθηκαν σε κάθε συνοικία,
Μπήκαν στα σπίτια μας, μας πήραν τις δουλειές, μας έκαναν δική τους αποικία.
Πρώτοι στην πάρλα, αετονύχηδες, δεν έχουν μπέσα, «είπα ξείπα»·
σε όλα μέσα, σε πουλάν και σ’ αγοράζουνε –και γενικά δεν έχουν τσίπα.
Πολυτεχνίτες στο επάγγελμα –προφέσορες, γκουρού και αστρολόγοι.
Κομπογιαννίτες και γιατροί, μέντιουμ, ακροβάτες, γυρολόγοι.
Όλα τα ξέρει, όλα τα μπορεί ο άφραγκος Γραικύλος που πεινάει·
Πες του, αν μπορεί, να πάει στον ουρανό –σε βεβαιώ στον ουρανό θα πάει.
Ψευδολογούν ασύστολα, παρουσιάζουν όπως θέλουνε το θέμα·
Εμείς, αντίθετα, δεν πείθουμε –μόνο σε στόμα ελληνικό το ψέμα είναι ψέμα.
Παίζουνε θέατρο παντού· το θέατρο είναι άλλωστε, εύρημα των Ελλήνων·
για μένα φίλε, είναι προφανές: η Ελλάδα είναι χώρα θεατρίνων.
Δεν κάθομαι με τίποτα εδώ. Το πήρα απόφαση και δεν αλλάζω πλάνο·
μέσα σ’ αυτό το ελληναριό, εγώ ο Ουμβρίκιος στη Ρώμη τι να κάνω;
(βαρέθηκα να αντιγράφω· θα συνεχίσω όταν ξεβαρεθώ. Μεταφραστής πάντως είναι ο Θεόδωρος Παπαγγελής και το βιβλίο είναι «η Ρώμη και ο κόσμος της», έκδοση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη])
(1) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Φεύγει απ τη Ρώμη ο φίλος μου ο Ουμβρίκιος, κι έχω μεγάλη στενοχώρια·
στην πόλη ετούτη μεγαλώσαμε μαζί, τώρα θα ζούμε χώρια.
Όλα τα υπάρχοντα του σε μιαν άμαξα· ο αμαξάς μπροστά οι δυο μας πίσω,
στης πόλης φτάσαμε την έξοδο –πήγα ως εκεί να τον ξεπροβοδίσω.
«Το αποφάσισα» μου είπε «φίλε μου. Για μένα δεν υπάρχει τίποτε στη Ρώμη·
θ’ αράξω κάπου πριν να γίνω χούφταλο κι όσο τα πόδια μου κρατούν ακόμη.
Δεν έχω τ’ απαιτούμενα στην πόλη αυτή, δεν έχω τις κατάλληλες συνήθειες·
εδώ είναι τόπος για επιτήδειους, για τα λαμόγια και για τις προμήθειες.
Δεν κάνω για παρατρεχάμενος των ισχυρών, η γλώσσα μου δεν ξέρει κολακείες,
δεν έμαθα να κάνω τον χαφιέ, να κάνω ελιγμούς, να κρύβω ατιμίες.
Δεν έμαθα να συγχρωτίζομαι με πρόσωπα που έκαναν καριέρα στην απάτη
και τώρα που τα πιάσανε χοντρά, το παίζουν κύριοι και ζούνε σε παλάτι.
Τους δήθεν δεν τους πάω γενικώς –κυρίως όσους έχουνε πρεμούρα
να δείξουν ότι είναι συγγραφείς κι ότι συμβάλλουν στη λεγόμενη κουλτούρα.
Μαζί τους ήμουν πάντοτε ωμός (και πάντοτε σοκάρονται οι τύποι) -
«Χάλια το τελευταίο σου διήγημα· αντίτυπο και αφιέρωση να λείπει!»
Και να σου πω και το άλλο μέγα πρόβλημα; Αισθάνομαι πως δεν μπορώ να μείνω
σε μία πόλη που αλώθηκε από την άτιμη τη ράτσα των Ελλήνων.
Η Ρώμη, φίλε μου, είναι ελληνική. Κατάλαβέ το μας την έχουν πέσει·
κατάληψη και εισβολή κανονική –για μας εδώ δεν έχει πλέον θέση.
Σαμιώτες, Αθηναίοι, Μεγαρείς, Μικρασιάτες –άνοιξαν οι δρόμοι,
αδειάσαν την Ελλάδα οι Γραικοί και γέμισαν αντίστοιχα τη Ρώμη.
Πιάσαν τις πάνω και τις κάτω γειτονιές, απλώθηκαν σε κάθε συνοικία,
Μπήκαν στα σπίτια μας, μας πήραν τις δουλειές, μας έκαναν δική τους αποικία.
Πρώτοι στην πάρλα, αετονύχηδες, δεν έχουν μπέσα, «είπα ξείπα»·
σε όλα μέσα, σε πουλάν και σ’ αγοράζουνε –και γενικά δεν έχουν τσίπα.
Πολυτεχνίτες στο επάγγελμα –προφέσορες, γκουρού και αστρολόγοι.
Κομπογιαννίτες και γιατροί, μέντιουμ, ακροβάτες, γυρολόγοι.
Όλα τα ξέρει, όλα τα μπορεί ο άφραγκος Γραικύλος που πεινάει·
Πες του, αν μπορεί, να πάει στον ουρανό –σε βεβαιώ στον ουρανό θα πάει.
Ψευδολογούν ασύστολα, παρουσιάζουν όπως θέλουνε το θέμα·
Εμείς, αντίθετα, δεν πείθουμε –μόνο σε στόμα ελληνικό το ψέμα είναι ψέμα.
Παίζουνε θέατρο παντού· το θέατρο είναι άλλωστε, εύρημα των Ελλήνων·
για μένα φίλε, είναι προφανές: η Ελλάδα είναι χώρα θεατρίνων.
Δεν κάθομαι με τίποτα εδώ. Το πήρα απόφαση και δεν αλλάζω πλάνο·
μέσα σ’ αυτό το ελληναριό, εγώ ο Ουμβρίκιος στη Ρώμη τι να κάνω;
(βαρέθηκα να αντιγράφω· θα συνεχίσω όταν ξεβαρεθώ. Μεταφραστής πάντως είναι ο Θεόδωρος Παπαγγελής και το βιβλίο είναι «η Ρώμη και ο κόσμος της», έκδοση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη])
5.10.05
Μερεμέτια στο χωριό (τρία).
earth-net cafe-24 hours internet.
----
Ωτοστόπ. Αστυνομικός. Προς Ηράκλειο για να παραδώσει έγγραφα.
*
----
Ο μάστορας.
*
Είχε δίκιο η Κωνσταντίνα. Μου τον ακούμπησε ο μάστορας. Πώς αλλιώς να εκφραστώ βλέποντας τον προϋπολογισμό μου να διπλασιάζεται εν μία νυκτί; Προφανώς εγώ φταίω. Μετά από σχετικά παρατεταμένη έκθεση στην επαρχία, προβλέπω να γίνομαι ηθογραφικός ως προς την έκφραση και αδίστακτος ως προς τα οικονομικά.
*
(3) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Ωαναθεματογιανησιαπουναβουλιαξειστοχάρτη! Καλά δεν ήμουνε στη Σάμο; Ήντα θελα γώ εδώ; Πάω να γράψω κάποιον. Γεια σου Μιχάλη μου λέει και κομπλέρνω καταλαβαίνεις; Γιάντα μωρέ δεν με στέλνεις στς Αρχάνες απού δε γνωρίζω σκιας κανέναν; Δε γράφω κι εγώ! Το 97 βγαίνω στη σύνταξη. Θέλω να τα έχω καλά με τσι ανθρώπους.
----
Ωτοστόπ. Αστυνομικός. Προς Ηράκλειο για να παραδώσει έγγραφα.
*
"-Να τα εκατοστήσεις παπού.
-Γιάντα μωρέ το ψωμί σου τρώγω;
Από τότες εύχομαι πάντα καλά διακόσια."
----
Ο μάστορας.
*
Είχε δίκιο η Κωνσταντίνα. Μου τον ακούμπησε ο μάστορας. Πώς αλλιώς να εκφραστώ βλέποντας τον προϋπολογισμό μου να διπλασιάζεται εν μία νυκτί; Προφανώς εγώ φταίω. Μετά από σχετικά παρατεταμένη έκθεση στην επαρχία, προβλέπω να γίνομαι ηθογραφικός ως προς την έκφραση και αδίστακτος ως προς τα οικονομικά.
*
4.10.05
Μερεμέτια στο χωριό (δύο)
Ηράκλειο, earth-net cafe-24 hours internet.
----
Ωτοστόπ. Στην έξοδο του χωριού. Στον αμαξιτό. Λευκά μαλλιά, χτενισμένα πίσω. Περιποιημένο μουστάκι. Περιποιημένος γενικά. Παχουλός. Ελαφρά ρούχα, ανοιχτού χρώματος. Μύριζε παλιό μπαρμπέρικο.
*
(1) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Κάνομε αναπαλαίωση στο σπίτι μας αγαπητέ. Δεν λησμονούμε τα μέρη όπου είδαμε το φως και εζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια [...] Έχομε και αγροτική περιουσία εδώ [...] Όταν ετελείωσε ο πόλεμος, η μητέρα μου με άφησε να φύγω και την ευχαριστώ γι αυτό. Σκληρή η ζωή τότε. Πέτρινα χρόνια αγαπητέ. Τέλος πάντων έκλεισα τα μάτια μου και ανέβηκα στην Αθήνα. Στην Ομόνοια. Έμαθα την τέχνη της ραπτικής. Καλά εδούλευα, πλην όμως ήθελα να γυρίσω στην Κρήτη. Στο Ηράκλειο προσελήφθην στου παριζιάνου. Σήφης Κ. Πολύ καλή πελατεία. Ο φτωχότερος πελάτης μας ήταν καθηγητής, του εκάναμε έκπτωση. Πλην όμως δεν ησύχαζα. Οι καταστάσεις, τα πολιτικά. Έκαμα δική μου δουλειά. Αλλά δεν επήγα καλά [...] Με την αριστερά βέβαια! Εγώ αγαπητέ ήμουν ράφτης στην Ομόνοια, δεν επερίμενα από το κεφάλαιον. Συνδικαλιστής. Όλα εσταμάτησαν με την χούντα [...] Βλέποντας την εργασία μου να χωλαίνει και όπως παίρνω γρήγορα-γρήγορα αποφάσεις, έσκυψα το κεφάλι, εσταμάτησα την επιχείρηση και προσελήφθην υπάλληλος στο Κρέτα Μάρις [...] Ο γιος μου επήγε στην Κορέλκο [...] Στους ηλεκτρονικούς υπολογιστάς. Παρατηρώντας με τι όρεξη αντιμετώπιζε το παιδί τη ζωή, είπα θα κάμω μια νέα αρχή. Μεγάλος, πλην όμως ποτέ δεν είναι αργά. Ανοίξαμε εστιατόριο [...] Ο γιος μου και η νύφη μου. Εγώ αγαπητέ πηγαίνω καθημερινώς στο μαγαζί, αλλά δεν εργάζομαι. Είμαι το ηθικόν κεφάλαιον της επιχειρήσεως [...] Επροκόψαμε, δόξα τω Θεώ. Στις γιορτές αλληλογραφούμε με 300-400 άτομα. Εφθάσαμε. Σας είπα την ιστορία της ζωής μου. Αφήστε με εδώ δεξιά που κάνει στάση το αστικό.
----
Ωτοστόπ. Στην έξοδο του χωριού. Στον αμαξιτό. Λευκά μαλλιά, χτενισμένα πίσω. Περιποιημένο μουστάκι. Περιποιημένος γενικά. Παχουλός. Ελαφρά ρούχα, ανοιχτού χρώματος. Μύριζε παλιό μπαρμπέρικο.
*
2.10.05
Μερεμέτια στο χωριό (ένα).
Καινούργια. Τριάντα τριανταπέντε ήτονε, ωραίο παιδί. Κάθεται. Θα με κεράσεις; Πρόσεχε μη παραγγείλει διπλό. Μια φορά ήμουνε με μια και μέχρι να γυρίσω το κεφάλι μου, παραγγέλνει διπλό. Έρχεται ο λογαριασμός. Διπλό. Δε λέω κουβέντα. Πληρώνω. Πάω την άλλη μέρα. Θα με κεράσεις; Κάτσε τση λέω. Τι παράγγειλες χθες; Διπλό. Σου είπα εγώ; Μα. Δεν έχει μα. Δίνε του. Η καινούργια. Την κερνάω. Πίνει. Πάω στο μπαρ λέω θα λείψει κάνα δίωρο. Δίνω ογδόντα ευρώ, φεύγουμε. Πάμε σπίτι. Καθόμαστε. Πίνουμε. Τι γίνεται, λέω. Τι θες; Θέλω απ τον κώλο. Μα. Δεν έχει μα, πόσα θες; Μα. Θα δώσω δέκα ευρώ. Δεν ήξερε καλά τη γλώσσα, κατάλαβε εκατό. Τση λέω πάω για μπάνιο, ετοιμάσου. Βγαίνω. Τη βλέπω στο παντελόνι με το χέρι στη τσέπη. Τι θες μωρή; Αναπτήρα ψάχνω. Κι αυτό στο κομοδίνο ήντα 'ναι; Κι αυτό στο τραπέζι; Δυο αναπτήρες στο τραπέζι. Ντύσου τση λέω. Δε σε θέλω. Μα. Δεν έχει μα. Ντύσου. Στο αυτοκίνητο μου λέει, σε παρακαλώ μη πεις τίποτα θα έχω μπελάδες. Καλά. Φτάνομε στο μαγαζί. Παραγγέλνω. Έρχεται το αφεντικό. Ήντα της έκαμες και κλαίει; Εγώ; ντα ήντα λέει; Λέει ότι πήγες να τη βιάσεις απ τον κώλο. Πρόσεχε του λέω, μια μέρα εσένα θα εκθέσει και του τα είπα όλα. Του ζήτησα και τα ογδόντα ευρώ.
----
Ο καλύτερος μάστορας. Ό,τι και να λένε γι αυτόν η επωδός είναι ότι κάνει καλή δουλειά. Χωρισμένος. Μοιάζει του Μίμη Φωτόπουλου. Τον γνώρισα με μουστάκι. Το ξύρισε την επομένη: "δεν ήθελα να το ξυρίσω μα το εστραβόκοψα". Αφηγείται ήρεμα, χωρίς εξάρσεις.
----
earth-net cafe-24 hours internet.