31.12.04
Όφουουου! Θα σκάσω ΙΙ (the revenge)
+ κάλαντα από τον Θοδωρή.
- σ' όλες τις φίλες και τους φίλους
που μπήκαν στον κόπο να γράψουν σχόλια.
Σήμερα θα σου διηγηθώ ένα διήγημα. Ο πλήρης τίτλος του είναι «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΤΥΡΟΠΙΤΤΑΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΑΣΚΟΜΗΛΟΝ». Το έγραψε ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης το 1928. Στό πρώτο μέρος του διηγήματος ακούμε μια παραγγελία. Το διήγημα αρχίζει μ' αυτόν το διάλογο:
«-Να μένεις ήσυχος· την αυγή η τυρόπιττα θα είναι έτοιμη.
-Καθώς σου είπα.
-Ναι παιδί μου, θα είναι όπως την θέλεις. Τυρόπιττα.»
Βρισκόμαστε στον «φούρνο του γέρο-Μίχα, κατά πρόσωπον του Αναβρυτηρίου».
«- [...] Το όνομα σου παιδί μου;
- Αλέκος.
- Λοιπόν παιδί μου, κυρ-Αλέκο, θα είναι τυρόπιττα σκιαθίτικη όπως μου είπες. Θα ανοίξω ένα φύλλο, θα ρίψω βούτυρο αρκετό, και τυρί με αυγά κτυπημένα και διάφορα μυριστικά και μπαχαρικά. Θα τυλίξω έπειτα όμορφα-όμορφα το φύλλον ώστε να γίνη ένας ρουλές γεμιστός, και κατόπιν θα τον τυλίξω κουλούρα, και μέσα εις ένα ταψί θα την φουρνίσω. Θα είναι τυρόπιττα Σκοπελίτικη.
-Όχι, Σκιαθίτικη, κυρ-Μίχα. Σκιαθίτικη σου είπα.
-Σκοπελίτικη, Σκιαθίτικη, το ίδιον είναι. Ημείς οι Ηπειρώται είμεθα κοσμογυρισμένοι και γνωρίζουμε του κάθε μέρους τας ιδιοτροπίας εις αυτά τα είδη. Να σου κάμω εγώ ψαρόπιτα Τρικεριώτικη που να τρώγει η μάνα και να μη δίνη του παιδιού. [...]»
Το μπλέξιμο Σκιάθου, Σκοπέλου και Ηπείρου δεν προμηνύει κάτι καλό. Πρόσεξε ότι ο ένας αναφέρεται με έμφαση στο «τυρόπιττα» κι ο άλλος στο «Σκιαθίτικη».
*
Β.
Στο δεύτερο μέρος παραθέτει μια σύντομη περιγραφή της περιοχής του Αναβρυτηρίου («το κέντρον των Αθηνών») και του φούρνου του γέρου-Μίχα. Εμάς μας ενδιαφέρει το μέρος που θα φαγωθεί η τυρόπιττα.
«Αλλ’ είχεν εις το βάθος μέσα ο φούρνος αυτός και μίαν αληθινήν έκπληξιν. Μέσα εις ένα πολύ σκοτεινόν διάδρομον, εκεί όπου ήσαν οι ζυμωτικές σκάφες, είχεν ένα είδος προχείρου ζαχαροπλαστείου μπουγάτσας και λουκουμάδων. Εκεί εις τον σκοτεινόν διάδρομον εκείνον, δίπλα από του ζυμωτηρίου τις σκάφες, ήσαν δύο τρία τραπεζάκια με μάρμαρον λευκόν-ώ έκπληξις!- και δίπλα των ένας άλλος πάγκος ωσάν θρανίον σχολείου, ένθα εκάθηντο οι πελάται, όσοι επρόφθανον, οι δε λοιποί ίσταντο όρθιοι, και έτρωγον τους περιφήμους του γέρο-Μίχα λουκουμάδες.»
*
Γ.
Ήρθε η στιγμή να μαθουμε για ποιον και γιατί έγινε η παραγγελία. Για τον «εξάδελφον μου Παπαδιαμάντη». Ο Μωραϊτίδης θέλει να ανταποδώσει ένα κέρασμα του Π.:
«Ενθυμούμαι μάλιστα και το είδος του φαγητού· κρέας με κολοκυθάκια προφαντά θεωρούμενα εκείνην την ώραν του έτους. Το δείπνον εκείνον μου άφησεν αλησμονήτους αναμνήσεις. Πρώτην φοράν ο Παπαδιαμάντης να ευρεθή την νύκτα ελεύθερος και να μου προσφέρει και δείπνον· εις το οποίον επεράσαμεν εξαίσια παρατείνοντες αυτό μέχρι μεσονυκτίου. Θέλων λοιπόν να ανταπωδώσω την έκπληξιν παρήγγειλα την τυρόπιτταν, χωρίς να γνωρίζει τίποτε ο εξάδελφος μου, να την φάγωμεν τα Χριστούγεννα, όρθρου βαθέος, μετά την χαρμόσυνον εορτήν.»
Μαθαίνουμε και για τις διατροφικές συνήθειες του Παπαδιαμάντη:
«Πολλάκις τον χειμώνα, όταν κατά τας 11 μετέβαινεν εις του Καχριμάνη [το παντοπωλείον] να δειπνήση, τόσον αργά, αφού πλέον είχεν εξονυχίσει τας Αγγλικάς εφημερίδας, ενώ ο κυρ-Βασίλης του είχε φυλαγμένον ωραίον φαγητόν, επροτιμούσε καλύτερα μιαν φασουλάδα από το γειτονικόν υπόγειον· και γεμίζων από ψωμία το βαθύ πιάτον, έτρωγεν αρπακτικά ωσάν όρνεον, κουρασμένος, θα είπητε, από την αποκαρδιωτικήν νυκτερινήν εργασίαν οπού πολύ την εχθρεύετο, παρά πολύ, ως ο διάβολος το κηρί, το δη λεγόμενον. Επροτιμούσε δε την φασουλάδαν, καθώς μου εξεμυστηρεύετο κατά την διάρκειαν του φαιδρού μας δείπνου, διότι οι ατμοί της του ενθύμιζον χιόνια και θύελλας και τρικυμίας εκτάκτους της ωραίας πατρίδος, των οποίων την αναπαράστασιν απελάμβανεν μακαριώτατα, θερμαινόμενος σώμα και ψυχήν, τας θλιβεράς χειμερινάς των Αθηνών νύκτας, με την αχνίζουσαν φασουλάδα.»
*
Δ.
Το τέταρτο μέρος του διηγήματος είναι αφιερωμένο σχεδόν ολόκληρο στην περιγραφή της Αγρυπνίας των Χριστουγέννων στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου. «Ένα ιδιωτικόν εκκλησιδάκι, απέναντι των φυλακών του Παλαιού Στρατώνος του ιππικού, παρά την αρχαίαν Αγοράν». Δεξιός ψάλτης ο Παπαδιαμάντης, αριστερός ο Μωραϊτίδης. Η Αγρυπνία τελειώνει στις πέντε το πρωΐ.
«Τότε προτείνω εις τον Παπαδιαμάντην, χωρίς να του εξαγορευτώ το μυστικόν μου το απόκρυφον, να μεταβώμεν εις το Αναβρυτήριον εις τον φούρνον του γέρο-Μίχα να φάγωμεν λουκουμάδες- ημέρα οπού είναι του είπα. Εκείνος ευχαρίστως αποδεχθείς την πρότασίν μου,δεν έδειξεν καμμίαν απαρέσκειαν. Μας ηκολούθησεν δε και τις αχώριστος φίλος μας [...] ο Θεοφάνης, ένας ευλαβέστατος χριστιανός, γηγενής αθηναίος [...]»
*
Ε.
«Ο φούρνος ήτο κατάφωτος. Αδιακόπως προσήρχοντο όμιλοι φίλων, έτρωγον τους λουκουμάδες των και απήρχοντο. Ένας ευώδης ελαίου και μέλιτος καπνός επλήρου όλον το εσωτερικόν αυτού και ιδίως τον παρά τα ζυμωτήρια σκοτεινόν διάδρομον, όπου πολλοί θαμώνες και φίλοι των λουκουμάδων ανέμενον άλλοι καθήμενοι, άλλοι όρθιοι.»
Κάθονται οι τρεις φίλοι.
«-Οι κύριοι εδώ; Μας προσφωνεί ένας υπηρέτης σπεύσας εις περιποίησιν μας. Και μας ερωτά αποσπογγίζων καλώς το μάρμαρον της τραπέζης: -Τρία κατοσταράκια;
-Φέρε μας την τυρόπιττα, σε παρακαλώ, είπον εγώ αίφνης ατενίζων προς τον Παπαδιαμάντην.
-Η τυρόπιττα να έλθει αμέσως! κραυγάζει ο υπηρέτης και φεύγει.»
Ο Π. απολαμβάνει την έκπληξη.
«Να ζήσεις Αλέκο μού λέγει κατά την συνήθειαν του. Ήρχισε δε αμέσως να ψάλλη ελαφρά-ελαφρά το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε», πολύ γλυκά και πολύ ορεκτικά, ως εάν έτρωγε αληθώς την τυρόπιτταν»
Ερχεται το ταψί αλλά δυστυχώς
«οποία υπήρξεν η έκπληξις μου, όταν είδα μέσα στο εις το βαθύ εκείνον ταψίον μιαν παχυτάτην ζύμην, ως ένα πολτώδες ψωμίον, όπου έπλεε μέσα εις τα βούτυρα.»
Ο Παπαδιαμάντης αγανακτεί
«Δίδει αμέσως μια με το χέρι του εις το ταψίον, το οποίον άρχισε να περιστρέφεται ωσάν ένας δίσκος οδοπαικτών, και βλέπων με μετά τινος ειρωνικού μειδιάματος, φωνάζει εγειρόμενος:
-Αυτό δεν είναι τυρόπιττα! Αυτό είναι σκεμπές!»
Παρεμβαίνει ο τρίτος φίλος, ο Θεοφάνης:
«-Στάσου Αλέξανδρή, στάσου. Είναι που-δί-γκα!»
Φωνάζουν τον γέρο-Μίχα να δώσει εξηγήσεις κι εκείνος
«βυθίζων ένα πηρούνιον εις το ταψίον, προσεπάθει να εξαγάγη τα καρυκεύματα της παραγγελθείσης τυρόπιττας, αλλά δεν εύρισκε τίποτε, διότι όλα είχον διαλυθή και ενωθή με το πολτώδες εκείνο ψωμίον, οπού ήτο εξωγκωμένον ωσάν φούσκα»
Ο Π. φεύγει έξαλος ευχόμενος «με κάποιον θυμόν»
«-Καλή χρονιά σας!»
Ο Μωραιτίδης πληρώνει και μαζί με τον Θεοφάνη ακολουθούν τον Π., ενώ ακούνε πίσω τους τον γέρο-Μίχα:
«Ωχ, αδελφέ! Ψύλλους στ’ άχυρα! ...Τέτοιες ημέρες λοιώνουν όχι μόνον τυριά και βούτυρα αλλά και τα μυαλά των ανθρώπων...»
ΣΤ.
Ξαναβρίσκουμε τους τρεις φίλους στου Ψυρή. Στο καφενείον του Τσούτη που διανυκτερεύει. Ο Παπαδιαμάντης παραγγέλνει:
«-Δύο φασκόμηλα αμέσως, Λάμπρο, και ένα ναργιλέ σέρτικον»
***
Το διήγημα βρίσκεται στον τρίτο τόμο απάντων των διηγημάτων του Μωραϊτίδη που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις "στιγμή", το 1993, με φιλολογική επιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου.
***
ΥΓ. Έχουμε και κάλαντα. Τα λέει ο Θοδωρής, ανηψιός του Γιώργου. Ο Γιώργος έφτιαξε μια πολύ ενδιαφέρουσα διασκευή. Όποιος θέλει τα κατεβάζει. Είναι ένα mp3 (1,37 ΜΒ). Θα τα αφήσω στον server μέχρι και τη Δευτέρα.
Δεξί κλικ στη φωτό --> save target as.
*
29.12.04
Όφουου!
Θα σκάσω. Τα σταμάτησα όλα για να φάω.
*
Να αντιπροσώπευε τουλάχιστον, αυτό που εξέχει στη βάση του θώρακα, συμπυκνωμένα γέλια και τραγούδια. Να έσπαγα, με το κρασάκι, το σκληρό κέλυφος του ψυχισμού μου και ν’ ανοιγόμουν στις γυναίκες (σ’ όσες με ενδιαφέρουν) κι ας έσπαγα τα μούτρα μου. Να μην έτρωγα απλά το μοσχαράκι, το χοιρινό και τα πιλάφια, τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα ή το σουφλέ σοκολάτας αλλά, μέσω αυτών, τους ίδιους τους φίλους και τις φίλες μου, μετατρέποντας τους δια παντός σε σωτήριο λίπος. Να βρισκόμουν, λέει, έτσι πάντα μαζί τους, εξ αιτίας των κοινών μας γευμάτων.
*
Αμ δε!
*
Λέγανε οι καλόγεροι: «ηρώτησεν τις τον αββάν Βιαρέ, λέγων τι ποιήσω ίνα σωθώ; και λέγει αυτώ· ύπαγε ποίησον την κοιλίαν σου μικράν [...] ». Συμβουλή κατευθείαν από τον τέταρτο αιώνα. Πώς όμως να την ακούσω εγώ στον εικοστό πρώτο; Πού όταν βλέπω ανορεξικά μοντέλα, θέλω να πεθάνω απ’ το πολύ φαγητό; Πού, με το που θα δω γυναίκα (ή άντρα) τέλεια αδύνατη και σφιγμένη, θα σκεφτώ με αηδία την υστερική εγκράτεια, τον ψυχαναγκασμό των γυμναστηρίων, που χρησιμοποίησε προκειμένου να μείνει ευχαριστημένη με το σώμα της; Ποιος θα έλεγε ό,τι, αυτό που ήταν κάποτε «αρετή», σήμερα εκφράζει τέλεια την «αμαρτία» της ματαιοδοξίας;
*
Τι είναι όμως το φαΐ; Το πολύ φαΐ; Μια απόπειρα να αποκομίσεις άμεση ευχαρίστηση καθ όλην τη διάρκεια της ημέρας. Κάτι σαν «ένα στα γρήγορα», που καμιά κοινωνική σύμβαση δε σ’ εμποδίζει να το κάνεις ανά πάσα στιγμή. Μια άμεση διοχέτευση της ερωτικής διάθεσης, της λίμπιντο όπως θα έλεγε ένας ψυχολόγος. Ένα quickie. Η παχυσαρκία, φίλε, είναι το AIDS των αιώνων. Βλέπω χοντρούς και χοντρές και ξέρω ότι στην πραγματικότητα είναι σεξ μασίνς. Κι ας πηγαίνουν κάθε μέρα στην εκκλησία. Ντροπή τους! Και ντροπή μου. Κι έπειτα τόσο σεξ κάνει κακό στην υγεία.
*
Καταλαβαίνεις την αμφίσημη σχέση μου με την τροφή! Τρώω, χαίρομαι και λυπάμαι. Έχω μοδάτες ενοχές. Αυτές οι σκέψεις δεν έχουν θέση στην Αφρική, ας πούμε. Δεν ξέρω κιόλας...
*
Το ιδανικό μου το έχει εκφράσει μια γυναίκα (η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ στο Αδριανού απομνημονεύματα): «Η Ελλάδα τα καταφέρνει καλύτερα από μας [τους Ρωμαίους]. Η ρετσίνα της, το καρφωμένο με σουσάμι ψωμί της, τα ψάρια της που τα γυρνάνε στη σχάρα δίπλα στη θάλασσα, άνισα μαυρισμένα από τη φωτιά και νοστιμισμένα δω και κει από ένα σπυρί αλάτι που κρατσανίζει στο μάσημα, ικανοποιούνε ουσιαστικά την όρεξη χωρίς να περιβάλλουνε με υπερβολικές περιπλοκές την πιο απλή από τις χαρές μας. Στην πρώτη τρύπα της Αίγινας ή του Φαλήρου δοκίμασα τόσο φρέσκες τροφές, που παραμένανε θεϊκά καθαρές παρά τα βρώμικα δάχτυλα του παιδιού της ταβέρνας, τόσο φτωχικές αλλά και τόσο επαρκείς που μοιάζουν να συγκρατούν κάτω από την πιο συνοπτική μορφή κάποιο συστατικό αθανασίας. Το κρέας που ψήναμε τα βράδια του κυνηγιού, είχε κι αυτό αυτήν τη σχεδόν ιερή ιδιότητα, μας οδηγούσε πιο μακριά, στης άγριες πηγές των φυλών»
*.
Το φαΐ φίλε μου, κι όχι τ’ αγάλματα ή η φιλοσοφία, έκανε την Ελλάδα κοιτίδα του πολιτισμού!
*
Όφουουού! Θα σκάσω.
*
(3) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
*
Να αντιπροσώπευε τουλάχιστον, αυτό που εξέχει στη βάση του θώρακα, συμπυκνωμένα γέλια και τραγούδια. Να έσπαγα, με το κρασάκι, το σκληρό κέλυφος του ψυχισμού μου και ν’ ανοιγόμουν στις γυναίκες (σ’ όσες με ενδιαφέρουν) κι ας έσπαγα τα μούτρα μου. Να μην έτρωγα απλά το μοσχαράκι, το χοιρινό και τα πιλάφια, τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα ή το σουφλέ σοκολάτας αλλά, μέσω αυτών, τους ίδιους τους φίλους και τις φίλες μου, μετατρέποντας τους δια παντός σε σωτήριο λίπος. Να βρισκόμουν, λέει, έτσι πάντα μαζί τους, εξ αιτίας των κοινών μας γευμάτων.
*
Αμ δε!
*
Λέγανε οι καλόγεροι: «ηρώτησεν τις τον αββάν Βιαρέ, λέγων τι ποιήσω ίνα σωθώ; και λέγει αυτώ· ύπαγε ποίησον την κοιλίαν σου μικράν [...] ». Συμβουλή κατευθείαν από τον τέταρτο αιώνα. Πώς όμως να την ακούσω εγώ στον εικοστό πρώτο; Πού όταν βλέπω ανορεξικά μοντέλα, θέλω να πεθάνω απ’ το πολύ φαγητό; Πού, με το που θα δω γυναίκα (ή άντρα) τέλεια αδύνατη και σφιγμένη, θα σκεφτώ με αηδία την υστερική εγκράτεια, τον ψυχαναγκασμό των γυμναστηρίων, που χρησιμοποίησε προκειμένου να μείνει ευχαριστημένη με το σώμα της; Ποιος θα έλεγε ό,τι, αυτό που ήταν κάποτε «αρετή», σήμερα εκφράζει τέλεια την «αμαρτία» της ματαιοδοξίας;
*
Τι είναι όμως το φαΐ; Το πολύ φαΐ; Μια απόπειρα να αποκομίσεις άμεση ευχαρίστηση καθ όλην τη διάρκεια της ημέρας. Κάτι σαν «ένα στα γρήγορα», που καμιά κοινωνική σύμβαση δε σ’ εμποδίζει να το κάνεις ανά πάσα στιγμή. Μια άμεση διοχέτευση της ερωτικής διάθεσης, της λίμπιντο όπως θα έλεγε ένας ψυχολόγος. Ένα quickie. Η παχυσαρκία, φίλε, είναι το AIDS των αιώνων. Βλέπω χοντρούς και χοντρές και ξέρω ότι στην πραγματικότητα είναι σεξ μασίνς. Κι ας πηγαίνουν κάθε μέρα στην εκκλησία. Ντροπή τους! Και ντροπή μου. Κι έπειτα τόσο σεξ κάνει κακό στην υγεία.
*
Καταλαβαίνεις την αμφίσημη σχέση μου με την τροφή! Τρώω, χαίρομαι και λυπάμαι. Έχω μοδάτες ενοχές. Αυτές οι σκέψεις δεν έχουν θέση στην Αφρική, ας πούμε. Δεν ξέρω κιόλας...
*
Το ιδανικό μου το έχει εκφράσει μια γυναίκα (η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ στο Αδριανού απομνημονεύματα): «Η Ελλάδα τα καταφέρνει καλύτερα από μας [τους Ρωμαίους]. Η ρετσίνα της, το καρφωμένο με σουσάμι ψωμί της, τα ψάρια της που τα γυρνάνε στη σχάρα δίπλα στη θάλασσα, άνισα μαυρισμένα από τη φωτιά και νοστιμισμένα δω και κει από ένα σπυρί αλάτι που κρατσανίζει στο μάσημα, ικανοποιούνε ουσιαστικά την όρεξη χωρίς να περιβάλλουνε με υπερβολικές περιπλοκές την πιο απλή από τις χαρές μας. Στην πρώτη τρύπα της Αίγινας ή του Φαλήρου δοκίμασα τόσο φρέσκες τροφές, που παραμένανε θεϊκά καθαρές παρά τα βρώμικα δάχτυλα του παιδιού της ταβέρνας, τόσο φτωχικές αλλά και τόσο επαρκείς που μοιάζουν να συγκρατούν κάτω από την πιο συνοπτική μορφή κάποιο συστατικό αθανασίας. Το κρέας που ψήναμε τα βράδια του κυνηγιού, είχε κι αυτό αυτήν τη σχεδόν ιερή ιδιότητα, μας οδηγούσε πιο μακριά, στης άγριες πηγές των φυλών»
*.
Το φαΐ φίλε μου, κι όχι τ’ αγάλματα ή η φιλοσοφία, έκανε την Ελλάδα κοιτίδα του πολιτισμού!
*
Όφουουού! Θα σκάσω.
*
18.12.04
Δύο παρατηρήσεις.
Όταν συμπαθώ κάποιον, μ' ενδιαφέρουν όσα ανακοινώνει ότι αγαπά. Όταν οι αγάπες του δεν μ’ αρέσουν τότε το ενδιαφέρον εστιάζεται στο τι τους βρίσκει. Ψάχνω να βρω την Μαρία του (δες σχόλια προηγούμενης καταχώρησης). Αν τώρα κάτι που αγαπά συμπίπτει με κάτι που από παλιά αγαπώ κι εγώ, τότε ενθουσιάζομαι. Ο ενθουσιασμός είναι η αιτία που ξεχώρισα και ανέβασα ένα απόσπασμα απ’ τη συνέντευξη τού Θανάση Παπακωνσταντίνου. Έχω όμως να κάνω δύο παρατηρήσεις, με αφορμή τα σχόλια του Βαρόμετρου και του Ταφλινέλ, στα λεγόμενά του.
*
Η πρώτη παρατήρηση. Υπήρξε ποτέ η δουλειά του Σαββόπουλου, ή όποιου άλλου καλλιτέχνη, μια απλή «δοκιμή νέων ιδεών και μεθόδων», μια «δοκιμαστική προσπάθεια για να πράξει ή να επιτύχει κάτι»; Ένα δημόσιο πείραμα δηλαδή;
*
Τον φαντάζομαι να παλεύει με το υλικό του. Να αγωνίζεται να οργανώσει, μουσικά και στιχουργικά, αυτά που σκέφτηκε· δύσκολο όταν δουλεύεις χωρίς μπούσουλα από το παρελθόν. Μ' έναν Dylan κι έναν Brassens να του τριβελλίζουν το μυαλό και να τον οδηγούν πότε στο σωστό και πότε σε λάθος δρόμο. Τον φαντάζομαι να προσπαθεί καθημερινά να βρει τρόπο να δώσει σχήμα σε ό,τι βασανιστικά επέμενε να γεννηθεί. Κλεισμένος στο σπίτι του, ή με τους μουσικούς του, μακριά από ξένα αυτιά. Και όταν ερχόταν, κατά διαστήματα, η ώρα της έκθεσης (ίσως κάπως βιαστικά για ένα σωρό λόγους, δικούς του ή όχι), αυτό που είχε να παρουσιάσει κάθε φορά, σίγουρα δεν ήταν μια δοκιμή που απέβλεπε σε κάτι ξένο από τον εαυτό της. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο, σε μια φάση της ζωής του, με επάρκεια ή όχι (αυτός μόνο ξέρει), κατάφερε να μορφοποιήσει τη σκέψη του. Το όραμά του που λέει ο λόγος. Ήταν κάτι που τον ικανοποιούσε στοιχειωδώς γιατί του φαινόταν στοιχειωδώς αυτάρκες. Κι αν ακουγόταν διαφορετικό ήταν γιατί δεν είχε άλλη επιλογή.
*
Δεν στέκεται αμήχανος απέναντι στο προϊόν του μόχθου του. Δεν περιμένει να προκύψει κάποιο αποτέλεσμα από αυτό. Η δουλειά του προϋπέθετε το πείραμα, δεν συνιστούσε όμως η ίδια πείραμα. Ό,τι για τους ακροατές ήταν πρωτάκουστο, μάλλον είχε γίνει για τον δημιουργό του προ πολλού κοινός τόπος. Υποθέτω ότι ο Παπακωνσταντίνου, μιλώντας για πειραματισμούς, εννοεί ότι ο Σ. παρουσίαζε τραγούδια που όμοια τους ο Π. δεν είχε ακούσει.
*
Ο διευθυντής μιας δισκογραφικής εταιρίας ή ένας περφόρμερ καριέρας, αυτοί μάλιστα. Αυτοί πειραματίζονται δημόσια. Ρίχνουν στην αγορά (καμία συγκατάβαση στη χρήση του όρου) δύο ή τρεις καινούργιους ήχους, που δεν τους έχουν χωνέψει καλά-καλά οι ίδιοι, έτσι, πειραματικά, για να δουν, με το αζημίωτο, ποιος απ' αυτούς θα έχει τη μεγαλύτερη απήχηση στο κοινό. Ο Σαββόπουλος, λόγου χάριν, ήταν το πείραμα του Πατσιφά, του διευθυντή της Λύρας. Τα τραγούδια όμως δεν υπήρξαν ποτέ το πείραμα του Σαββόπουλου.
*
Αυτή είναι νομίζω η βασική διαφορά του Φλωρινιώτη απ’ τον κύριο Διονύση. Ο ένας πειραματίζεται δημοσίως αποβλέποντας στην μεγαλύτερη δυνατή απήχηση, ο άλλος πειραματίζεται κατ ιδίαν προκειμένου να εκφραστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κριτής του ενός είναι το γούστο του κοινού, κριτής του άλλου ο εαυτός του· και, τώρα στα γεράματα, των «δασκάλων του οι σκιές». Δεν έχω πρόβλημα με καμιά από τις δύο περιπτώσεις. Οι διαφορές όμως είναι ορατές.
*
Δεν αποκλείονται βέβαια και ενδιάμεσες καταστάσεις. Έτσι για να γίνεται η ζωή μας δυσκολότερη.
*
Η δεύτερη παρατήρηση. Δεν μπορώ να καταλάβω την ανάγκη δημόσιας ιεράρχησης, τη στιγμή που βρίσκομαι ενώπιος ενωπίω με τη δουλειά ενός άλλου. Μου λες παρακαλώ γιατί έχει σημασία αν ο Σ. είναι καλύτερος από τον Χ. και τον Θ.; Πείθομαι, όσο περνάνε τα χρόνια, ότι οι δημόσιες αξιολογήσεις είναι κάτι σαν το κουτσομπολιό. [Ή σαν αυτό το κείμενο που διαβάζεις]. Μαθαίνεις απ' αυτές πολύ περισσότερα για αυτόν που αξιολογεί (κουτσομπολεύει) παρά γι αυτόν που αξιολογείται (κουτσομπολεύεται). Μ' αυτήν την έννοια μπορεί να φανούν εξαιρετικά χρήσιμες. Αλλιώς, τώρα που δεν πάω πια σχολείο, μου φαίνονται παράλογες.
*
Κατά τα άλλα τα σχόλια του thas με εκφράζουν. Λες και δεν το ήξερε!
----
Τα στιχάκια από τον Χρονοποιό,1999.
----
*
(3) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
*
...χρόνια παιδικά και συντρόφους του έργου.
Ό,τι άλλο πλάι μου να 'ναι ξένο.
Η πρώτη παρατήρηση. Υπήρξε ποτέ η δουλειά του Σαββόπουλου, ή όποιου άλλου καλλιτέχνη, μια απλή «δοκιμή νέων ιδεών και μεθόδων», μια «δοκιμαστική προσπάθεια για να πράξει ή να επιτύχει κάτι»; Ένα δημόσιο πείραμα δηλαδή;
*
Τον φαντάζομαι να παλεύει με το υλικό του. Να αγωνίζεται να οργανώσει, μουσικά και στιχουργικά, αυτά που σκέφτηκε· δύσκολο όταν δουλεύεις χωρίς μπούσουλα από το παρελθόν. Μ' έναν Dylan κι έναν Brassens να του τριβελλίζουν το μυαλό και να τον οδηγούν πότε στο σωστό και πότε σε λάθος δρόμο. Τον φαντάζομαι να προσπαθεί καθημερινά να βρει τρόπο να δώσει σχήμα σε ό,τι βασανιστικά επέμενε να γεννηθεί. Κλεισμένος στο σπίτι του, ή με τους μουσικούς του, μακριά από ξένα αυτιά. Και όταν ερχόταν, κατά διαστήματα, η ώρα της έκθεσης (ίσως κάπως βιαστικά για ένα σωρό λόγους, δικούς του ή όχι), αυτό που είχε να παρουσιάσει κάθε φορά, σίγουρα δεν ήταν μια δοκιμή που απέβλεπε σε κάτι ξένο από τον εαυτό της. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο, σε μια φάση της ζωής του, με επάρκεια ή όχι (αυτός μόνο ξέρει), κατάφερε να μορφοποιήσει τη σκέψη του. Το όραμά του που λέει ο λόγος. Ήταν κάτι που τον ικανοποιούσε στοιχειωδώς γιατί του φαινόταν στοιχειωδώς αυτάρκες. Κι αν ακουγόταν διαφορετικό ήταν γιατί δεν είχε άλλη επιλογή.
*
Δεν στέκεται αμήχανος απέναντι στο προϊόν του μόχθου του. Δεν περιμένει να προκύψει κάποιο αποτέλεσμα από αυτό. Η δουλειά του προϋπέθετε το πείραμα, δεν συνιστούσε όμως η ίδια πείραμα. Ό,τι για τους ακροατές ήταν πρωτάκουστο, μάλλον είχε γίνει για τον δημιουργό του προ πολλού κοινός τόπος. Υποθέτω ότι ο Παπακωνσταντίνου, μιλώντας για πειραματισμούς, εννοεί ότι ο Σ. παρουσίαζε τραγούδια που όμοια τους ο Π. δεν είχε ακούσει.
*
Ο διευθυντής μιας δισκογραφικής εταιρίας ή ένας περφόρμερ καριέρας, αυτοί μάλιστα. Αυτοί πειραματίζονται δημόσια. Ρίχνουν στην αγορά (καμία συγκατάβαση στη χρήση του όρου) δύο ή τρεις καινούργιους ήχους, που δεν τους έχουν χωνέψει καλά-καλά οι ίδιοι, έτσι, πειραματικά, για να δουν, με το αζημίωτο, ποιος απ' αυτούς θα έχει τη μεγαλύτερη απήχηση στο κοινό. Ο Σαββόπουλος, λόγου χάριν, ήταν το πείραμα του Πατσιφά, του διευθυντή της Λύρας. Τα τραγούδια όμως δεν υπήρξαν ποτέ το πείραμα του Σαββόπουλου.
*
Αυτή είναι νομίζω η βασική διαφορά του Φλωρινιώτη απ’ τον κύριο Διονύση. Ο ένας πειραματίζεται δημοσίως αποβλέποντας στην μεγαλύτερη δυνατή απήχηση, ο άλλος πειραματίζεται κατ ιδίαν προκειμένου να εκφραστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κριτής του ενός είναι το γούστο του κοινού, κριτής του άλλου ο εαυτός του· και, τώρα στα γεράματα, των «δασκάλων του οι σκιές». Δεν έχω πρόβλημα με καμιά από τις δύο περιπτώσεις. Οι διαφορές όμως είναι ορατές.
*
Δεν αποκλείονται βέβαια και ενδιάμεσες καταστάσεις. Έτσι για να γίνεται η ζωή μας δυσκολότερη.
*
Χριστούγεννα πάντα τσακωνόμαστε
και τι σου χρωστώ και τι μου χρωστάς.
Μια τύφλα εν τέλει μοιραζόμαστε
κάντο ν' αλλάξει αν μ' αγαπάς.
Η δεύτερη παρατήρηση. Δεν μπορώ να καταλάβω την ανάγκη δημόσιας ιεράρχησης, τη στιγμή που βρίσκομαι ενώπιος ενωπίω με τη δουλειά ενός άλλου. Μου λες παρακαλώ γιατί έχει σημασία αν ο Σ. είναι καλύτερος από τον Χ. και τον Θ.; Πείθομαι, όσο περνάνε τα χρόνια, ότι οι δημόσιες αξιολογήσεις είναι κάτι σαν το κουτσομπολιό. [Ή σαν αυτό το κείμενο που διαβάζεις]. Μαθαίνεις απ' αυτές πολύ περισσότερα για αυτόν που αξιολογεί (κουτσομπολεύει) παρά γι αυτόν που αξιολογείται (κουτσομπολεύεται). Μ' αυτήν την έννοια μπορεί να φανούν εξαιρετικά χρήσιμες. Αλλιώς, τώρα που δεν πάω πια σχολείο, μου φαίνονται παράλογες.
*
Κατά τα άλλα τα σχόλια του thas με εκφράζουν. Λες και δεν το ήξερε!
----
Τα στιχάκια από τον Χρονοποιό,1999.
----
*
15.12.04
Σωστά.
Ο Σαββόπουλος θεωρώ ότι είναι ανώτερος κι από τον Χατζιδάκι κι από τον Θεοδωράκη. Είναι ανώτερος σε όλα τα επίπεδα, πως να το κάνουμε δηλαδή, τη μουσική, το στίχο. Πολλοί όμως εδώ στην Ελλάδα αν αναφερθείς σε αυτούς τους δύο μειονεκτικά και δεν τους βάλεις στην κορυφή, σηκώνουν επανάσταση. Ο Σαββόπουλος για εμένα είναι ένα βήμα μπροστά απ' όλους γιατί πειραματίστηκε όσο κανείς άλλος. Και στον πειραματισμό δεν υπάρχουν όρια.
Τάδε έφη Θανάσης Παπακωνσταντίνου- μεταξύ άλλων- σε συνέντευξη που έδωσε στον Κ. Τσάβαλο και την Χρ. Φινέ. Η συνέντευξη δημοσιεύεται στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Sonik.
Καλοί τρόποι.
Τη θυμάμαι την πλημμύρα (του 1994) που πήγε να καταστρέψει τα αρχεία του ΚΚΕ. Κάτι μου είχε διαφύγει όμως. Το έμαθα τώρα που η ΓΓ του ΚΚΕ επισκεφτηκε τον Οικουμενικό Πατριάρχη «ευρισκομένη εν τη πόλει ημών μετά τής θυγατρός και συνεργατών αυτής»*
Κατά τα άλλα η κ. Παπαρήγα συμφώνησε με το ΚΚΤ:
(0) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Η κ. Παπαρήγα [...] είχε μια ασυνήθιστα μακρά συνομιλία με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, τον οποίο ευχαρίστησε και πάλι «γιατί σε μια δύσκολη για το ΚΚΕ στιγμή, όταν είχε καταστραφεί από την πλημμύρα το ιστορικό του αρχείο, συνέβαλε και με τα δικά του χρήματα στην επιβίωση του αρχείου».
Κατά τα άλλα η κ. Παπαρήγα συμφώνησε με το ΚΚΤ:
Το ΚΚ Τουρκίας έχει αντιταχθεί στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και έχει προσπαθήσει να εξουδετερώσει την προπαγάνδα που θέλει την ΕΕ να φέρνει την ελευθερία και την ευημερία.
14.12.04
the reality tape
Ταραγμένη σκύβω να πιάσω την ομπρέλα μου που είχε πέσει στα τσιμέντα και τι λέτε αντικρίζω;
Ένα κρανίο ζώου, έτσι πάνω στις πλάκες της πλατείας! Παγανισταί; Ασυνείδητα αδέσποτα; Συμπόσιο φίλων του Λάβκραφτ; Μεταμοντέρνα ντεκορασιόν της Φωτεινής Πιπιλή; Φίλοι μου δεν ξέρω τι ήταν όλα αυτά, αλλά πέρασα τα επόμενα είκοσι λεπτά ψέλνοντας μέσα μου την πέμπτη του Μάλερ, ενώ χάζευα πιεσόμετρα στη βιτρίνα του Μπακάκου - το τελευταίο οχυρό του ορθολογισμού σ'αυτή την πλατεία.
-------
Aνακάλυψη μέσω ιστολογίου. Μοιραίος άνθρωπος αυτός ο talos.
-------
13.12.04
Τα δύο Α.
Καλύτερα να πεθάνεις,
Όμως εσύ επιμένεις. Κάνεις τα λόγια τής παρηγοριάς στρατηγική. Ψάχνεις νέους (δηλαδή παμπάλαιους) συντρόφους:
Άνθη, πουλιά, ελάφια οι του ΚΚΕ. Όταν τ' άκουσα χθες βράδυ στο ραδιόφωνο χασκογέλασα. Γεια σου Αλαβάνε ακριβολόγε! Γελάω (κυρίως) και θυμώνω μαζί σου. Να λοιπόν που η επιτακτική ανάγκη ενός επώδυνου θανάτου και η ελπίδα μιας ανάστασης, ενός δρόμου απατηλού, όπως σαφώς δηλώνεται στο ποίημα, γίνανε παιχνίδι στο στόμα των παιδιών. Άλλη μια φορά «παίρνεις την αλήθεια μου και μού την κάνεις λιώμα».
Τον ποταμό λιθοβολεί, τον ποταμό μαλώνει σύμπασα η Αριστερά. Και φυσικά, τέτοια που είναι,
Καλά κάνουν και της αρκούν. Μοιάζουμε. Κι εγώ ανάλογες προσδοκίες έχω εδώ και καιρό.
Ας διάβαζαν τουλάχιστον προσεκτικά τα ποιήματα απ' τα οποία αντλούν τσιτάτα.
*
Από την άλλη μπορεί εγώ να μην διαβάζω σωστά. Θα φανεί.
*
*Αμοργός
**Αλαβάνος ( Το πλήρες απόσπασμα:"Και να διαβείς αντίπερα, να ξαναβρείς τους συντρόφους σου, άνθη, πουλιά, ελάφια, να βρεις μιαν άλλη θάλασσα, μιαν άλλη απαλοσύνη" (απλοσύνη γράφουν τα Νέα)
***Κωνσταντόπουλος.
--------
Όλα τα αποσπάσματα είναι από το δεύτερο ποίημα της Αμοργού του Ν. Γκάτσου.
(0) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα ‘χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα ‘χει γεράσει.*
Όμως εσύ επιμένεις. Κάνεις τα λόγια τής παρηγοριάς στρατηγική. Ψάχνεις νέους (δηλαδή παμπάλαιους) συντρόφους:
άνθη, πουλιά. ελάφια.**
Άνθη, πουλιά, ελάφια οι του ΚΚΕ. Όταν τ' άκουσα χθες βράδυ στο ραδιόφωνο χασκογέλασα. Γεια σου Αλαβάνε ακριβολόγε! Γελάω (κυρίως) και θυμώνω μαζί σου. Να λοιπόν που η επιτακτική ανάγκη ενός επώδυνου θανάτου και η ελπίδα μιας ανάστασης, ενός δρόμου απατηλού, όπως σαφώς δηλώνεται στο ποίημα, γίνανε παιχνίδι στο στόμα των παιδιών. Άλλη μια φορά «παίρνεις την αλήθεια μου και μού την κάνεις λιώμα».
Τον ποταμό λιθοβολεί, τον ποταμό μαλώνει σύμπασα η Αριστερά. Και φυσικά, τέτοια που είναι,
λίγο σιτάρι για τις γιορτές, λίγο κρασί για τη θύμηση, λίγο νερό για τη σκόνη...***φαίνεται να αρκούν στην πιο προχωρημένη πτέρυγα της. Όσα θα τη βοηθήσουν να πορευτεί κατά τη διάρκεια μιας, κατά τα άλλα, μάταιης ύπαρξης.
Καλά κάνουν και της αρκούν. Μοιάζουμε. Κι εγώ ανάλογες προσδοκίες έχω εδώ και καιρό.
Ας διάβαζαν τουλάχιστον προσεκτικά τα ποιήματα απ' τα οποία αντλούν τσιτάτα.
*
Από την άλλη μπορεί εγώ να μην διαβάζω σωστά. Θα φανεί.
*
*Αμοργός
**Αλαβάνος ( Το πλήρες απόσπασμα:"Και να διαβείς αντίπερα, να ξαναβρείς τους συντρόφους σου, άνθη, πουλιά, ελάφια, να βρεις μιαν άλλη θάλασσα, μιαν άλλη απαλοσύνη" (απλοσύνη γράφουν τα Νέα)
***Κωνσταντόπουλος.
--------
Όλα τα αποσπάσματα είναι από το δεύτερο ποίημα της Αμοργού του Ν. Γκάτσου.
11.12.04
Το χαμόγελο.
(2) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
6.12.04
ωραίο.
(0) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
4.12.04
1215 μΧ
1215 μΧ. 161 χρόνια μετά το Σχίσμα. 11 χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Λατίνων. 14 χρόνια πριν το τέλος της γενοκτονίας που έλαβε χώρα στη Νότια Γαλλία. Βρισκόμαστε στην Ιταλία. Στο παλάτι του Λατερανού, στο Βατικανό. Μια μεγάλη στιγμή. Διαβάζω στο βιβλίο του Ζακ Λε Γκοφ «Το πουγκί και η ζωή-οικονομία και θρησκεία στον Μεσαίωνα»:
Τι ισχυρίζεται; Ότι οι απαρχές της σύγχρονης ψυχολογίας έχουν τις ρίζες τους στην εκκλησιαστική ιστορία. Ότι η ανακάλυψη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου ήταν προϊόν του μυστηρίου της εξομολόγησης. Τι υπονοεί; Ότι το ζεύγος ψυχοθεραπευτής-ασθενής είναι η μοντέρνα ενσάρκωση του ζεύγους εξομολογητή-εξομολογούμενου. Μέσες άκρες έχουμε ξανακούσει μερικά απ’ αυτά, αλλά μ’ ενθουσιάζει το ενδεχόμενο ιστορικής τεκμηρίωσης. Έψαξα για την σύνοδο του Λατερανού (το λατρεύω το ίντερνετ) και διάβασα, στον κανόνα νούμερο 21 της συνόδου, ότι
Το 1215 ήταν ήδη όλα εκεί: η έννοια του ψυχικού τραύματος. Η διακριτική και προσεκτική έρευνα των περιστάσεων. Το πείραμα. Η αναγνώριση της αξίας της εξειδικευμένης γνώσης. Το ιατρικό απόρρητο. Μόνο τα ψυχοφάρμακα λείπανε.
*
Κάνω μια υπόθεση που με βοηθάει να ρεμβάζω: αν ρίξει κανείς μια πρόχειρη ματιά στην εποχή μας, διαπιστώνει ότι την χαρακτηρίζει μια διάθεση ναρκισσιστικής ενδοσκόπησης που ελάχιστη σχέση έχει με ειλικρινή προσπάθεια αυτογνωσίας. Κι αυτή η διάθεση έλκει την καταγωγή στην εκκλησία (με την ευρεία έννοια) και την ιστορία της . Κατά κάποιο τρόπο η εκκλησία (με την ευρεία έννοια) καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα σύγχρονη και παλιά. Η εκκλησία είναι που με έκανε (σύγχρονο) άνθρωπο.
*
Με βοήθησε να ανακαλύψω, αν δεν τον επινόησε τελικά, τον ψυχικό μου κόσμο· την ενδοσκόπηση. Και την εσωστρέφεια.
*
Μπορώ (;) τώρα να λέω με άλλον αέρα, στη φίλη μου την Έλενα, που κάνει ανάλυση και μου λέει ότι αισθάνεται πολύ καλύτερα:
*
ΥΓ. Α ναι, στην ίδια σύνοδο απαγορεύτηκε στους ιερείς να τελούν χειρουργικές επεμβάσεις. Και, φυσικά, τα ανωτέρω δεν ισχύουν για την ορθοδοξία.
*
(6) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
«Η Δ’ Σύνοδος του Λατερανού (1215) είναι μια μεγάλη στιγμή. Καθιστά την εξομολόγηση υποχρεωτική για όλους τους χριστιανούς-δηλαδή όλους τους άνδρες και τις γυναίκες-τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, το Πάσχα. Ο μετανοών υποχρεούται να εξηγήσει το αμάρτημά του σε συνάρτηση με την οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική του κατάσταση, με τις συνθήκες και τα κίνητρά του. Ο εξομολογητής πρέπει να λάβει υπόψη αυτές τις ατομικές παραμέτρους [...]. Απαιτείται έτσι από τους δύο εταίρους της εξομολόγησης μια σημαντική προσπάθεια για την οποία η παράδοση δεν τους έχει προετοιμάσει. Ο μετανοών οφείλει να αναρωτιέται για τη συμπεριφορά και τις προθέσεις του, να υποβάλλει τη συνείδηση του σε έλεγχο. Ένα πρωτοποριακό μέτωπο έχει ανοίξει: αυτό της ενδοσκόπησης, που θα μεταβάλλει σιγά-σιγά τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές. Είναι η απαρχή της ψυχολογικής νεωτερικότητας.»
(οι υπογραμμίσεις δικές μου)
Τι ισχυρίζεται; Ότι οι απαρχές της σύγχρονης ψυχολογίας έχουν τις ρίζες τους στην εκκλησιαστική ιστορία. Ότι η ανακάλυψη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου ήταν προϊόν του μυστηρίου της εξομολόγησης. Τι υπονοεί; Ότι το ζεύγος ψυχοθεραπευτής-ασθενής είναι η μοντέρνα ενσάρκωση του ζεύγους εξομολογητή-εξομολογούμενου. Μέσες άκρες έχουμε ξανακούσει μερικά απ’ αυτά, αλλά μ’ ενθουσιάζει το ενδεχόμενο ιστορικής τεκμηρίωσης. Έψαξα για την σύνοδο του Λατερανού (το λατρεύω το ίντερνετ) και διάβασα, στον κανόνα νούμερο 21 της συνόδου, ότι
«Επιβάλλεται ο ιερεύς να είναι διακριτικός και προσεκτικός ούτως ώστε να χύσει οίνο και έλαιο πάνω στις πληγές του τραυματισμένου, σύμφωνα με την μέθοδο επιδέξιου ιατρού, διερευνώντας προσεκτικά τις περιστάσεις του αμαρτωλού και του αμαρτήματος, η φύση των οποίων θα του επιτρέψει να κατανοήσει τι είδους συμβουλή να δώσει και τι είδους γιατρικό να επιθέσει, πειραματιζόμενος προκειμένου να επιτύχει την θεραπεία του ασθενούς. Επιβάλλεται επίσης να λάβει την μεγίστη προφύλαξη ούτως ώστε να μην καταστεί γνωστή, με λόγια, σημεία ή άλλους τρόπους, η ταυτότητα του αμαρτωλού, στην περίπτωση δε που είναι αναγκαίο να αναζητήσει [ο ιερέας] πιο εξειδικευμένη συμβουλή, ας την αναζητήσει προσεκτικά χωρίς αναφορά στο πρόσωπο [του αμαρτωλού]. Όποιος τολμήσει να αποκαλύψει ένα αμάρτημα που του έχουν εμπιστευτεί σε κοσμικό δικαστήριο, διακηρύττουμε ότι όχι μόνο θα καθαιρεθεί από το ιερατικό λειτούργημα, αλλά και θα αποπεμφθεί σε αυστηρό μοναστήρι για να εκτίσει ποινή μετανοίας για το υπόλοιπο της ζωής του.»
(μετάφραση από τα αγγλικά δική μου)
Το 1215 ήταν ήδη όλα εκεί: η έννοια του ψυχικού τραύματος. Η διακριτική και προσεκτική έρευνα των περιστάσεων. Το πείραμα. Η αναγνώριση της αξίας της εξειδικευμένης γνώσης. Το ιατρικό απόρρητο. Μόνο τα ψυχοφάρμακα λείπανε.
*
Κάνω μια υπόθεση που με βοηθάει να ρεμβάζω: αν ρίξει κανείς μια πρόχειρη ματιά στην εποχή μας, διαπιστώνει ότι την χαρακτηρίζει μια διάθεση ναρκισσιστικής ενδοσκόπησης που ελάχιστη σχέση έχει με ειλικρινή προσπάθεια αυτογνωσίας. Κι αυτή η διάθεση έλκει την καταγωγή στην εκκλησία (με την ευρεία έννοια) και την ιστορία της . Κατά κάποιο τρόπο η εκκλησία (με την ευρεία έννοια) καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα σύγχρονη και παλιά. Η εκκλησία είναι που με έκανε (σύγχρονο) άνθρωπο.
*
Με βοήθησε να ανακαλύψω, αν δεν τον επινόησε τελικά, τον ψυχικό μου κόσμο· την ενδοσκόπηση. Και την εσωστρέφεια.
*
Μπορώ (;) τώρα να λέω με άλλον αέρα, στη φίλη μου την Έλενα, που κάνει ανάλυση και μου λέει ότι αισθάνεται πολύ καλύτερα:
«θάρσει, θύγατερ· η πίστις σου σέσωκεν σε»-Ματθαίος 9:22
*
ΥΓ. Α ναι, στην ίδια σύνοδο απαγορεύτηκε στους ιερείς να τελούν χειρουργικές επεμβάσεις. Και, φυσικά, τα ανωτέρω δεν ισχύουν για την ορθοδοξία.
*
1.12.04
get a life.
*
Στο υπόσχομαι: θα μάθω μια τέχνη, θα προσέχω τι τρώω και τι πίνω, θ' αλλάξω παρέες και θα δημιουργήσω οικογένεια. Μεγάλη οικογένεια! Θα τον κλείσω και τον υπολογιστή.
*
(1) φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Στο υπόσχομαι: θα μάθω μια τέχνη, θα προσέχω τι τρώω και τι πίνω, θ' αλλάξω παρέες και θα δημιουργήσω οικογένεια. Μεγάλη οικογένεια! Θα τον κλείσω και τον υπολογιστή.
*